ἐξόριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksoristos
|Transliteration C=eksoristos
|Beta Code=e)co/ristos
|Beta Code=e)co/ristos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">expelled, banished</b>, <b class="b3">ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι</b> to be ruined <b class="b2">by banishment</b>, <span class="bibl">D. 21.105</span>: c. gen., τῆς Ἰταλίας <span class="bibl">Plb.2.7.10</span>; οἰκείων <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.30</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">put beyond the borders</b>, of the dead body of a criminal, τὸν . . ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐ. ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι <span class="bibl">Din.1.77</span>.</span>
|Definition=ἐξόριστον,<br><span class="bld">A</span> [[expelled]], [[banished]], <b class="b3">ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι</b> to be ruined [[by banishment]], D. 21.105: c. gen., τῆς Ἰταλίας Plb.2.7.10; οἰκείων Porph.''Abst.''1.30.<br><span class="bld">2</span> [[put beyond the borders]], of the dead body of a criminal, τὸν.. ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐ. ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Din.1.77.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] über die Gränze gebracht, verwiesen; ἐξόριστον ἐκ τῆς γῆς ποιῆσαι Din. 1, 77; τῆς Ἰταλίας καταστῆσαι Pol. 2, 7, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] über die Gränze gebracht, verwiesen; ἐξόριστον ἐκ τῆς γῆς ποιῆσαι Din. 1, 77; τῆς Ἰταλίας καταστῆσαι Pol. 2, 7, 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[banni]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξορίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξόριστος:''' [[изгнанный]] (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξόριστος''': -ον, ἐξωρισμένος, ὡς καὶ νῦν, [[ἐξόριστος]] ἀνῃρῆσθαι, νὰ καταστραφῇ ἐν τῇ ἐξορίᾳ, Δημ. 548. 27· τῆς Ἰταλίας... ἐξορίστους καταστῆσαι Πολύβ. 2. 7, 10. 2) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων, ἐπὶ πτώματος κακούργου, τόν... ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐξόριστον ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Δείναρχ. 100. 11.
|lstext='''ἐξόριστος''': -ον, ἐξωρισμένος, ὡς καὶ νῦν, [[ἐξόριστος]] ἀνῃρῆσθαι, νὰ καταστραφῇ ἐν τῇ ἐξορίᾳ, Δημ. 548. 27· τῆς Ἰταλίας... ἐξορίστους καταστῆσαι Πολύβ. 2. 7, 10. 2) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων, ἐπὶ πτώματος κακούργου, τόν... ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐξόριστον ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Δείναρχ. 100. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />banni.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξορίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ἐξόριστος:''' -ον ([[ἐξορίζω]]), [[εξόριστος]], εξορισμένος, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐξόριστος:''' -ον ([[ἐξορίζω]]), [[εξόριστος]], εξορισμένος, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐξόριστος:''' изгнанный (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда.
|mdlsjtxt=[[ἐξόριστος]], ον [[ἐξορίζω]]<br />[[expelled]], [[banished]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόριστος Medium diacritics: ἐξόριστος Low diacritics: εξόριστος Capitals: ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: exóristos Transliteration B: exoristos Transliteration C: eksoristos Beta Code: e)co/ristos

English (LSJ)

ἐξόριστον,
A expelled, banished, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι to be ruined by banishment, D. 21.105: c. gen., τῆς Ἰταλίας Plb.2.7.10; οἰκείων Porph.Abst.1.30.
2 put beyond the borders, of the dead body of a criminal, τὸν.. ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐ. ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Din.1.77.

German (Pape)

[Seite 887] über die Gränze gebracht, verwiesen; ἐξόριστον ἐκ τῆς γῆς ποιῆσαι Din. 1, 77; τῆς Ἰταλίας καταστῆσαι Pol. 2, 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
banni.
Étymologie: ἐξορίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξόριστος: изгнанный (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόριστος: -ον, ἐξωρισμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι, νὰ καταστραφῇ ἐν τῇ ἐξορίᾳ, Δημ. 548. 27· τῆς Ἰταλίας... ἐξορίστους καταστῆσαι Πολύβ. 2. 7, 10. 2) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων, ἐπὶ πτώματος κακούργου, τόν... ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐξόριστον ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Δείναρχ. 100. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐξόριστος, -ον) εξορίζω
αυτός που ζει σε εξορία, εξορισμένος
αρχ.
(για κακούργο) αυτός του οποίου πέταξαν το πτώμα έξω από τα σύνορα της πατρίδας.

Greek Monotonic

ἐξόριστος: -ον (ἐξορίζω), εξόριστος, εξορισμένος, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐξόριστος, ον ἐξορίζω
expelled, banished, Dem.