εὔηχος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyichos
|Transliteration C=eyichos
|Beta Code=eu)/hxos
|Beta Code=eu)/hxos
|Definition=ον, = [[εὐηχής]], [[euphonious]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>994.24</span>, [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>14</span>, cf. Longin.24.2; [[melodious]], of the voice, <span class="bibl">Ath.3.80d</span>; εὔ. φωνητήρια ὄργανα <span class="bibl">Ph.1.511</span>; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>150.5</span>: neut. pl. [[εὔηχα]] as adverb, [[κελαδεῖν]] Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>3: regul. Adv. -ήχως Thom.Mag.p.223 R.
|Definition=εὔηχον, = [[εὐηχής]], [[euphonious]], Phld.''Po.''994.24, [[varia lectio|v.l.]] in [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''14, cf. Longin.24.2; [[melodious]], of the voice, Ath.3.80d; εὔ. φωνητήρια ὄργανα Ph.1.511; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα [[LXX]] ''Ps.''150.5: neut. pl. [[εὔηχα]] as adverb, [[κελαδεῖν]] Ps.-Luc.''Philopatr.''3: regul. Adv. [[εὐήχως]] Thom.Mag.p.223 R.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔηχος Medium diacritics: εὔηχος Low diacritics: εύηχος Capitals: ΕΥΗΧΟΣ
Transliteration A: eúēchos Transliteration B: euēchos Transliteration C: eyichos Beta Code: eu)/hxos

English (LSJ)

εὔηχον, = εὐηχής, euphonious, Phld.Po.994.24, v.l. in D.H.Comp.14, cf. Longin.24.2; melodious, of the voice, Ath.3.80d; εὔ. φωνητήρια ὄργανα Ph.1.511; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα LXX Ps.150.5: neut. pl. εὔηχα as adverb, κελαδεῖν Ps.-Luc.Philopatr.3: regul. Adv. εὐήχως Thom.Mag.p.223 R.

German (Pape)

[Seite 1068] dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem εὔφωνος entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐηχής.

Greek (Liddell-Scott)

εὔηχος: -ον, = εὐηχής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Ἀθήν. 80D· οὐδ. πληθ. εὔηχα, ὡς Ἐπίρρ., Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔηχος, -ον)
1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)
2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.).
επίρρ...
εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)
1. με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό
2. με δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιθέτως προς τα παλαιότερα σύνθετα σε -ηχής (πολυ-ηχής, υψ-ηχής κ.λπ.) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. ηχή, τα νεώτερα σύνθετα σε -ηχος όπως το εύ-ηχος (πρβλ. και άντ-ηχος) παράγονται μάλλον από τον νεώτερο τ. ήχος ()].