ἀποπιέζω: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apopiezo | |Transliteration C=apopiezo | ||
|Beta Code=a)popie/zw | |Beta Code=a)popie/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[squeeze out]], τὸ αἷμα ἐκ.. Arist.''Pr.''889b28.<br><span class="bld">II</span> [[squeeze tight]], Hp.''Aph.''5.46, al.; [[press outwards]] or [[away from]] a spot, Id.''Fract.'' 30:—Pass., ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας [[Theophrastus]] ''Fragmenta'' 11:—also [[ἀποπιάζω]], [[LXX]] ''Jd.''6.38, Archig. ap. Orib.8.1.21. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
A squeeze out, τὸ αἷμα ἐκ.. Arist.Pr.889b28.
II squeeze tight, Hp.Aph.5.46, al.; press outwards or away from a spot, Id.Fract. 30:—Pass., ὅταν[οἱ πόδες]ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας Theophrastus Fragmenta 11:—also ἀποπιάζω, LXX Jd.6.38, Archig. ap. Orib.8.1.21.
Spanish (DGE)
oprimir, comprimir τὸ ἐπίπλοον τὸ στόμα τῶν ὑστερέων ἀποπιέζει Hp.Aph.5.46, cf. Nat.Mul.20, Steril.229, ἐν ἀσκῷ ὕδωρ Hp.Nat.Puer.25.3, en v. pas. εἴ τι καὶ ἀποπιέζοιτο si se produjera alguna opresión Hp.Fract.30, ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας cuando (piernas y muslos) resultan comprimidos a causa de estar sentado (largo tiempo), Thphr.Fr.11
•machacar, exprimir τοῦτο (ἰσχάδα) Hp.Nat.Mul.109
•εἴς τι oprimir contra, presionar hacia (τὸν γαργαρεῶνα) ἄνω εἰς τὴν ὑπερώην Hp.Morb.2.29, τροφὴν ... ἐς τὰ ἄνω Hp.Gland.16, en v. pas. αἷμα ἀποπιεχθὲν εἰς τὰς κνήμας Hp.Virg.1
•τὸ αἷμα ἐκ τοῦ μέσου Arist.Pr.889b28
•abs. hacer presión, apretar Hp.Acut.(Sp.) 62, tb. en v. med., Gal.11.148.
German (Pape)
[Seite 319] auspressen, Hippocr. Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπιέζω: выжимать, выдавливать (τὸ αἷμα ἐκ του μέσου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπιέζω: μέλλ. -έσω, ἐκθλίζω, ἀποπιεζόμενος ὁ χυλὸς ἐξ ἐνίων ῥεῖ Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 7, 3, ὅτι ἀποπιέζει τὸ αἷμα ἐκ τοῦ μέσου Ἀριστ. Πρβλ. 9. 3. ΙΙ. πιέζω ἰσχυρῶς, πλακώνω, Ἱππ. Ἀφ. 1254, κ. ἀλλ. - Παθ., πιέζομαι, πλακώνομαι, διὰ τοῦτο γὰρ καὶ ἡ νάρκη γίνεται ἐν τοῖς ποσὶν ... ὅταν ἀποπιεσθῶσιν ἀπὸ καθέδρας ἢ ἄλλῳ τινὶ τρόπῳ Θεοφρ. Ἀποσπ. 11. - ὡσαύτως -πιάζω, Ἀρχιγ. ἐν Matth. Med. 155.
Greek Monolingual
(AM ἀποπιέζω)
νεοελλ.
1. πιέζω κάτι για να βγάλω τον χυμό του, στείβω
2. (ως παθ.) πλακώνομαι
αρχ.
πιέζω δυνατά.