φυσιογνωμονικός: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fysiognomonikos
|Transliteration C=fysiognomonikos
|Beta Code=fusiognwmoniko/s
|Beta Code=fusiognwmoniko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[physiognomy]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">Epid.</span>2.6</span> tit.; φ. σοφία <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.85</span>: <b class="b3">-κή, ἡ,</b> <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>25</span>: <b class="b3">-κόν, τό,</b> name of a work by Antisthenes, <span class="bibl">Ath.14.656f</span>; <b class="b3">τὰ φ</b>., title of a treatise ascribed to Aristotle. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.838.19</span>.
|Definition=φυσιογνωμονική, φυσιογνωμονικόν, of or for [[physiognomy]], Hp. ''Epid.''2.6 tit.; φ. σοφία S.E.''P.''1.85: [[φυσιογνωμονική]], ἡ, Philostr.''Gym.''25: [[φυσιογνωμονικόν]], τό, name of a work by Antisthenes, Ath.14.656f; <b class="b3">τὰ φυσιογνωμονικά</b>, title of a treatise ascribed to Aristotle. Adv. [[φυσιογνωμονικῶς]] Eust.838.19.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠσιογνωμονικός Medium diacritics: φυσιογνωμονικός Low diacritics: φυσιογνωμονικός Capitals: ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: physiognōmonikós Transliteration B: physiognōmonikos Transliteration C: fysiognomonikos Beta Code: fusiognwmoniko/s

English (LSJ)

φυσιογνωμονική, φυσιογνωμονικόν, of or for physiognomy, Hp. Epid.2.6 tit.; φ. σοφία S.E.P.1.85: φυσιογνωμονική, ἡ, Philostr.Gym.25: φυσιογνωμονικόν, τό, name of a work by Antisthenes, Ath.14.656f; τὰ φυσιογνωμονικά, title of a treatise ascribed to Aristotle. Adv. φυσιογνωμονικῶς Eust.838.19.

German (Pape)

[Seite 1318] ή, όν, zur φυσιογνωμονία gehörig, geschickt, geübt, zu ihrer Anwendung geneigt, adv. φυσιογνωμονικῶς, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φῠσιογνωμονικός: физиогномический (σοφία Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιογνωμονικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυσιογνωμονίαν, σ. σοφία Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 85· ὁ φυσιογνωμονικός, ὄνομα πραγματείας τοῦ Ἀντισθένους, Ἀθήν. 656F· τὰ φυσιογνωμονικά, ὄνομα πραγματείας φερούσης τὸ ὄνομα τοῦ Ἀριστοτέλους. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 838. 19.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυσιογνωμονικός, -ή, -όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική
η φυσιογνωμική
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση
2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν
τίτλος πραγματείας του Αντισθένους
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Φυσιογνωμονικά
τίτλος πραγματείας του Αριστοτέλους.
επίρρ...
φυσιογνωμονικῶς Μ
σχετικά με την τέχνη της φυσιογνωμονίας.