ἐλατός: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elatos | |Transliteration C=elatos | ||
|Beta Code=e)lato/s | |Beta Code=e)lato/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐλατή, ἐλατόν, ([[ἐλαύνω]]) of [[metal]],<br><span class="bld">A</span> [[ductile]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385a16, etc.<br><span class="bld">II</span> [[beaten]], POxy.85ii16 (iv A.D.); [[χαλκός]] Hero''Bel.''96.10, Heliod. ap. Orib.49.3.8; [[of beaten work]], σάλπιγγες [[LXX]] ''Nu.''10.2; θώρακες Jul.''Or.''2.57b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐλατή, ἐλατόν, (ἐλαύνω) of metal,
A ductile, Arist.Mete.385a16, etc.
II beaten, POxy.85ii16 (iv A.D.); χαλκός HeroBel.96.10, Heliod. ap. Orib.49.3.8; of beaten work, σάλπιγγες LXX Nu.10.2; θώρακες Jul.Or.2.57b.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 del metal dúctil, maleable χαλκός Arist.Mete.386b19, cf. 385a16, Alex.Aphr.Quaest.73.11.
2 batido, forjado χαλκός Ph.Bel.77.29, Hero Bel.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, SB 12648.38 (IV d.C.), DP 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ LXX 2Pa.9.16, θώρακες Iul.Or.3.57b, ἄντυξ Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ LXX 3Re.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ LXX Nu.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas e.d. conviértelos en láminas LXX Nu.17.3
•de figuras repujado θεοί Thphl.Ant.Autol.1.1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
ductile en parl. d'un métal ; martelé.
Étymologie: ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰτός: [adj. verb. к ἐλαύνω тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλατός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐλαύνω, ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. χαλκός, ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.
Greek Monolingual
ο
βλ. έλατο.
-ή, -ό (AM ἐλατός, -ή, -όν)
1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη διαδικασία της έλασης
2. σφυρήλατος, σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελατό
η ελατότητα.