μεσεγγυάω: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meseggyao | |Transliteration C=meseggyao | ||
|Beta Code=meseggua/w | |Beta Code=meseggua/w | ||
|Definition=Act. only in aor. inf. μεσεγγυῆσαι | |Definition=Act. only in aor. inf. μεσεγγυῆσαι Poll.8.28:—[[deposit a pledge in the hands of a third party]], in Pass., <b class="b3">τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα</b> [[being so deposited]], Lys.29.6:—Med., <b class="b3">μεσεγγυήσασθαι ἀργύριον</b> [[have one's]] money [[deposited in the hands of a third party]], D. 39.3, cf. Antipho 6.50. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσεγγῠάω:''' Παθ. μτχ. αόρ. | |lsmtext='''μεσεγγῠάω:''' Παθ. μτχ. αόρ. αʹ <i>μεσ-εγγυηθείς</i>, [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]] στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μεσ-εγγῠάω,<br />to [[deposit]] a [[pledge]] in the hands of a [[third]] [[party]], Plat.: —Mid., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]] to [[have]] one's [[money]] deposited in the hands of a [[third]] [[party]], Dem. | |mdlsjtxt=μεσ-εγγῠάω,<br />to [[deposit]] a [[pledge]] in the hands of a [[third]] [[party]], Plat.: —Mid., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]] to [[have]] one's [[money]] deposited in the hands of a [[third]] [[party]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
Act. only in aor. inf. μεσεγγυῆσαι Poll.8.28:—deposit a pledge in the hands of a third party, in Pass., τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα being so deposited, Lys.29.6:—Med., μεσεγγυήσασθαι ἀργύριον have one's money deposited in the hands of a third party, D. 39.3, cf. Antipho 6.50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consigner un gage entre les mains d'un tiers;
Moy. μεσεγγυάομαι, μεσεγγυῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.
Étymologie: μέσος, ἐγγύη.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγῠάω: давать (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит (τὸ μεσεγγυηθὲν θρέμμα Plat.): ἀργύριον μεσεγγυᾶσθαι Dem. (μεσεγγυοῦσθαι Isocr.) иметь деньги в депозите (у третьего лица); τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. три таланта, внесенные в депозит на чье-л. имя, т. е. обещанные (при выполнении определенного условия).
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγῠάω: ἀόρ. ἀπαρ. μεσσεγγυῆσαι, Πολυδ. Η΄, 28. Κατατίθημι ὡς ἐγγύησιν εἰς χεῖρας μεσάζοντος ἢ τρίτου προσώπου, τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα, κατατεθέντα ὡς ἐγγύησις εἰς χεῖρας τρίτου, Λυσ. 182. 1· τὸ μεσεγγυηθὲν Πλάτ. Νόμ. 914D. - Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, νὰ καταθέσῃ τις χρήματα εἰς χεῖρας τρίτου, Δημ 995. 21, πρβλ. Ἀντιφῶντα 147. 17· - ὁ Ἰσοκρ. 292Α ἔχει μεσεγγυοῦσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας.
Greek Monotonic
μεσεγγῠάω: Παθ. μτχ. αόρ. αʹ μεσ-εγγυηθείς, καταθέτω κάτι ως ενέχυρο στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ.
Middle Liddell
μεσ-εγγῠάω,
to deposit a pledge in the hands of a third party, Plat.: —Mid., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον to have one's money deposited in the hands of a third party, Dem.