γωνιαῖος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=goniaios | |Transliteration C=goniaios | ||
|Beta Code=gwniai=os | |Beta Code=gwniai=os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[on]] or [[at the angle]], λίθος [[LXX]] ''Jb.''38.6, cf. ''IG''12.372.19; στυλίς D.H.3.22; μέρος τείχους J.''BJ''5.3.5; also [[γωνιήϊος]] ''BCH''26.64 (Delph.).<br><span class="bld">II</span> [[angular]], <b class="b3">γ. ῥῆμα</b>, i.e. hard to pronounce, Pl.Com.67. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γωνιήϊος <i>CID</i> 2.59.1.42, 62.2B.67 (ambas IV a.C.); γωνιεῖος <i>PRyl</i>.567.3 (III a.C.), <i>PCair.Zen</i>.745.54 (III a.C.); tes. γουνιαῖος <i>Ann.Br.Sch.Ath</i>.88.1993.189 (Tesalia II a.C.)<br /><b class="num">1</b> [[angular]], [[esquinero]] τρίγλυφος <i>CID</i> ll.cc., λίθος [[LXX]] <i>Ib</i>.38.6, <i>PCair.Zen</i>.l.c., πύργος <i>Ann.Br.Sch.Ath</i>.88.1993.189B.15, 190B.54 (Tesalia II a.C.), στυλίς D.H.3.22, τὸ γωνιαῖον αὐτοῦ (τοῦ τείχους) μέρος I.<i>BI</i> 5.133<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ γ. [[piedra angular]], <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.474.19 (V a.C.), <i>PRyl</i>.l.c., <i>PLond</i>.2054.11 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>τὸ γ. [[esquina]] ἂτ τοῖ γουνιαίοι τοῖ επιστρέφοντος ποτ' πέτροτον πύργον desde la esquina que tuerce hacia la cuarta torre</i>, <i>Ann.Br.Sch.Ath</i>.88.1993.189B.2, cf. 191B.71 (Tesalia II a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[esquinado]], [[difícil de pronunciar]] ῥῆμα Pl.Com.67.<br /><b class="num">3</b> subst. ἡ γ. cierta [[piedra preciosa]] Plin.<i>HN</i> 37.164. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γωνιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἐπὶ τπης γωνίας ἢ κατὰ τὴν γωνίαν, στυλὶς Διον. Ἁλ. 3. 22, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 19. ΙΙ.= [[γωνιώδης]], γ. [[ῥῆμα]], δηλ. δυσπρόφερτον, Πλάτ. Κωμ. Λακων. 2. | |lstext='''γωνιαῖος''': -α, -ον, ὁ ἐπὶ τπης γωνίας ἢ κατὰ τὴν γωνίαν, στυλὶς Διον. Ἁλ. 3. 22, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 19. ΙΙ.= [[γωνιώδης]], γ. [[ῥῆμα]], δηλ. δυσπρόφερτον, Πλάτ. Κωμ. Λακων. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM γωνιαῖος, -α, -ον) [[γωνία]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γωνίες<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[γωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «γωνιαῖον [[ῥῆμα]]» — [[λέξη]] που προφέρεται δύσκολα. | |mltxt=-α, -ο (AM γωνιαῖος, -α, -ον) [[γωνία]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γωνίες<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[γωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «γωνιαῖον [[ῥῆμα]]» — [[λέξη]] που προφέρεται δύσκολα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A on or at the angle, λίθος LXX Jb.38.6, cf. IG12.372.19; στυλίς D.H.3.22; μέρος τείχους J.BJ5.3.5; also γωνιήϊος BCH26.64 (Delph.).
II angular, γ. ῥῆμα, i.e. hard to pronounce, Pl.Com.67.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): γωνιήϊος CID 2.59.1.42, 62.2B.67 (ambas IV a.C.); γωνιεῖος PRyl.567.3 (III a.C.), PCair.Zen.745.54 (III a.C.); tes. γουνιαῖος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189 (Tesalia II a.C.)
1 angular, esquinero τρίγλυφος CID ll.cc., λίθος LXX Ib.38.6, PCair.Zen.l.c., πύργος Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.15, 190B.54 (Tesalia II a.C.), στυλίς D.H.3.22, τὸ γωνιαῖον αὐτοῦ (τοῦ τείχους) μέρος I.BI 5.133
•subst. ἡ γ. piedra angular, IG 13.474.19 (V a.C.), PRyl.l.c., PLond.2054.11 (III a.C.)
•τὸ γ. esquina ἂτ τοῖ γουνιαίοι τοῖ επιστρέφοντος ποτ' πέτροτον πύργον desde la esquina que tuerce hacia la cuarta torre, Ann.Br.Sch.Ath.88.1993.189B.2, cf. 191B.71 (Tesalia II a.C.).
2 fig. esquinado, difícil de pronunciar ῥῆμα Pl.Com.67.
3 subst. ἡ γ. cierta piedra preciosa Plin.HN 37.164.
German (Pape)
[Seite 512] eckig, στυλίς Dion. Hal. 3, 21; ῥῆμα Plut. com. Lac. fr. 2.
Greek (Liddell-Scott)
γωνιαῖος: -α, -ον, ὁ ἐπὶ τπης γωνίας ἢ κατὰ τὴν γωνίαν, στυλὶς Διον. Ἁλ. 3. 22, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 19. ΙΙ.= γωνιώδης, γ. ῥῆμα, δηλ. δυσπρόφερτον, Πλάτ. Κωμ. Λακων. 2.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γωνιαῖος, -α, -ον) γωνία
1. αυτός που έχει γωνίες
2. αυτός που βρίσκεται σε γωνία
αρχ.
φρ. «γωνιαῖον ῥῆμα» — λέξη που προφέρεται δύσκολα.