ἀσύγκλωστος: Difference between revisions
Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asygklostos | |Transliteration C=asygklostos | ||
|Beta Code=a)su/gklwstos | |Beta Code=a)su/gklwstos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσύγκλωστον, [[not interwoven]], [[disconnected]], [[disjointed]], πράγματα Cic.''Att.''6.1.17, cf. Porph.''Abst.''3.18; λόγος Herm. ''in Phdr.''p.187A.; ἐξηγήσεις Porph.''Chr.''39; [[incompatible]], συγκλώθειν τὰ ἀ. Phlp.''in Ph.'' 34.14; πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατος Dam.''Pr.''5. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσύγκλωστον, not interwoven, disconnected, disjointed, πράγματα Cic.Att.6.1.17, cf. Porph.Abst.3.18; λόγος Herm. in Phdr.p.187A.; ἐξηγήσεις Porph.Chr.39; incompatible, συγκλώθειν τὰ ἀ. Phlp.in Ph. 34.14; πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατος Dam.Pr.5.
Spanish (DGE)
-ον
inconexo πράγματα Cic.Att.115.17, λόγος Porph.Abst.3.18, Herm.in Phdr.187, ἐξηγήσεις Porph.Chr.39, πρὸς τὸ ἓν ἀ. καὶ ἀσύμβατος Dam.Pr.5
•subst. τὰ ἀσύγκλωστα cosas inconexas o incompatibles τὰ ἀσύγκλωστα συγκλώσουσιν Phlp.in Ph.34.14, cf. Synes.Ep.41 (p.65).
German (Pape)
[Seite 379] durch das Schicksal nicht verbunden, unvereinbar, Cic. Attic. 6, 1; Synes.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύγκλωστος: несовместимый Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύγκλωστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκλωσμένος, μεταφορ. ἀσυμβίβαστος, πολιτικὴν δύναμιν ἱερωσύνῃ συνάπτειν, τὸ κλώθειν ἐστὶ τὰ ἀσύγκλωστα Συνεσ. Ἐπιστ. 57, σ. 198C, πρβλ. Κικ. Π. Ἀττ.6.1.
Greek Monolingual
ἀσύγκλωστος, -ον (AM) συγκλώθω
1. αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο ασύνδετος
2. ο παράταιρος, ο ασυμβίβαστος.