συγκλώθω

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλώθω Medium diacritics: συγκλώθω Low diacritics: συγκλώθω Capitals: ΣΥΓΚΛΩΘΩ
Transliteration A: synklṓthō Transliteration B: synklōthō Transliteration C: sygklotho Beta Code: sugklw/qw

English (LSJ)

connect by spinning, M.Ant.10.5, Dam.Pr.251:—Pass., to be interwoven, Chrysipp.Stoic.2.265, Plot.2.3.15; συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, c. inf., Sch.Pi.O.1.38.

German (Pape)

[Seite 968] zusammen spinnen, Schol. Pind. Ol. 1, 38; durchs Loos oder Schicksal vereinigen, M. Ant. 10, 5; allgemeiner, ἰῶν πτερά, Chaerem. bei Ath. 608 c.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλώθω: κλώθω ὁμοῦ˙ μεταφ., ἡ ἐπιπλοκὴ τῶν αἰτίων συνέκλωθε τὴν σὴν ὑπόστασιν ἐξ ἰδίου Μ. Ἀντων. 10. 5˙ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐστ. Πονημάτ. 276. 37. ― Παθ., Πλωτῖν. 145Ε˙ συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, μετ’ ἀπαρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 38.

Greek Monolingual

ΜΑ
μτφ. συνδέω με κλήρο ή κατά τύχη
αρχ.
παθ. συγκλώθομαι
α) συνδέομαι με συρραφή, κλώθομαι μαζί με κάτι άλλο
β) (για γεγονότα) είμαι συνυφασμένος με κάτι
γ) (για πρόσ.) συνδέομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλώθω «γνέφω, ορίζω την ανθρώπινη μοίρα»].