ἀναλλοίωτος: Difference between revisions
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=analloiotos | |Transliteration C=analloiotos | ||
|Beta Code=a)nalloi/wtos | |Beta Code=a)nalloi/wtos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀναλλοίωτον, [[unchangeable]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1073a11, ''Cael.''270a14; ἀ. τὴν φωνήν D.L.4.17; κάλλος Ph.1.649; of undigested food, Gal.6.575; ἀ. ὕλη ''Stoic.''2.114; [[not permitting change]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.10.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no transformado]], [[no digerido]] de alimentos, Gal.6.575.<br /><b class="num">2</b> [[inalterable]], [[inmutable]] τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.<i>Metaph</i>.1073<sup>a</sup>11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>14, ὕλη Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.<i>Inst</i>.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ <i>PMonac</i>.13.11 (VI a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[que mantiene inalterable]] τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva</i> Thphr.<i>CP</i> 6.10.3.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναλλοιώτως]] = [[sin cambio]] Cyr.Al.<i>Nest</i>.1.3 p.22. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[invariable]], [[immuable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀλλοιόω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναλλοίωτος:''' [[не подверженный изменениям]], [[неизменяющийся]] ([[οὐσία]] Arst.; [[φύσις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναλλοίωτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι [[ἄλλο]] ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16. | |lstext='''ἀναλλοίωτος''': -ον, [[ἀμετάβλητος]], Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι [[ἄλλο]] ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναλλοίωτος]], -ον) [[ἀλλοιῶ]]<br />αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, [[αμετάβλητος]], και επεκτατικά [[σταθερός]], [[ακλόνητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναλλοίωτος]], -ον) [[ἀλλοιῶ]]<br />αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, [[αμετάβλητος]], και επεκτατικά [[σταθερός]], [[ακλόνητος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναλλοίωτον, unchangeable, Arist.Metaph.1073a11, Cael.270a14; ἀ. τὴν φωνήν D.L.4.17; κάλλος Ph.1.649; of undigested food, Gal.6.575; ἀ. ὕλη Stoic.2.114; not permitting change, Thphr. CP 6.10.1.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no transformado, no digerido de alimentos, Gal.6.575.
2 inalterable, inmutable τὸ πᾶν D.L.9.24 (= Meliss.A 1) cf. D.L.9.44 (= Meliss.A 1) ἡ οὐσία Arist.Metaph.1073a11, τὸ ... κύκλῳ σῶμα φερόμενον Arist.Cael.270a14, ὕλη Chrysipp.Stoic.2.114, κάλλος Ph.1.649, τὴν φωνὴν D.L.4.17, τὸ γεννᾶν Procl.Inst.27, σκοπῷ ἀναλλοιώτῳ PMonac.13.11 (VI a.C.).
3 que mantiene inalterable τὸ δ' ἁλμυρὸν ... ἀσαπὲς καὶ ἀναλλοίωτον la salinidad (para las plantas) evita la putrefacción y las conserva Thphr.CP 6.10.3.
II adv. ἀναλλοιώτως = sin cambio Cyr.Al.Nest.1.3 p.22.
German (Pape)
[Seite 196] unveränderlich, Plut. de an. procr. 25. – Adv. ἀναλλοιώτως, Diog. L.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
invariable, immuable.
Étymologie: ἀ, ἀλλοιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλλοίωτος: не подверженный изменениям, неизменяющийся (οὐσία Arst.; φύσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλλοίωτος: -ον, ἀμετάβλητος, Ἀριστ. Μεταφ. 11. 7, 13, Οὐρ. 1. 3, 9· «ἀναλλοίωτον, ἄτρεπτον, τὸ μὴ ἀλλοιούμενον, ὅ ἐστι ἄλλο ἐξ ἄλλου γινόμενον» Ἡσύχ. ― Ἐπίρρ. -ως Διογ. Λ. 4. 16.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναλλοίωτος, -ον) ἀλλοιῶ
αυτός που δεν αλλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αλλοιωθεί, αμετάβλητος, και επεκτατικά σταθερός, ακλόνητος.