ἄογκος: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aogkos | |Transliteration C=aogkos | ||
|Beta Code=a)/ogkos | |Beta Code=a)/ogkos | ||
|Definition= | |Definition=ἄογκον,<br><span class="bld">A</span> [[notbulky]], [[attenuated]], σῶμα ὡς ἀογκότατον Hp.''Nat.Hom.'' 9.<br><span class="bld">2</span> [[immaterial]], Syrian. ''in Metaph.''143.22; [[without mass]] or [[bulk]], Plot.6.1.26,6.4.5, Porph.''Sent.''27: Comp., Dam.''Pr.''372. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[delgado]] σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.<i>Nat.Hom</i>.9.5.<br /><b class="num">2</b> [[inmaterial]] ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.<i>in Metaph</i>.143.22<br /><b class="num">•</b>[[que no tiene volumen o masa]] τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.<i>Sent</i>.27, Dam.<i>Pr</i>.372<br /><b class="num">•</b>τὸ ἄ. [[lo que carece de masa corpórea]] τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄογκος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, [[λεπτός]], λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5. | |lstext='''ἄογκος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, [[λεπτός]], λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει [[μάζα]] ή όγκο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄογκον,
A notbulky, attenuated, σῶμα ὡς ἀογκότατον Hp.Nat.Hom. 9.
2 immaterial, Syrian. in Metaph.143.22; without mass or bulk, Plot.6.1.26,6.4.5, Porph.Sent.27: Comp., Dam.Pr.372.
Spanish (DGE)
-ον
1 delgado σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.Nat.Hom.9.5.
2 inmaterial ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.in Metaph.143.22
•que no tiene volumen o masa τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.Sent.27, Dam.Pr.372
•τὸ ἄ. lo que carece de masa corpórea τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26.
German (Pape)
[Seite 271] ohne Geschwulst; hager, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄογκος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, λεπτός, λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5.
Greek Monolingual
ἄογκος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, λεπτός
2. όποιος δεν έχει μάζα ή όγκο.