σκεπεινός: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skepeinos | |Transliteration C=skepeinos | ||
|Beta Code=skepeino/s | |Beta Code=skepeino/s | ||
|Definition= | |Definition=σκεπεινή, σκεπεινόν, = [[σκεπανός]], σκεπεινὴν νηῒ καταγωγὴν ἔχει Scymn.336; <b class="b3">ἐν τοῖς σ.</b> in the [[sheltered places]], [[LXX]] ''Ne.''4.13(7): written σκεπηνός in Ath.Med. ap. Orib.inc.23.2, Archig. ap.Orib.46.25.7; σκεπινός ''PHolm.''11.39. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκεπεινός''': -ή, -όν, = [[σκεπανός]], [[ὑπὲρ]] αὐχένος σκεπεινῆς (κοινῶς ταπεινῆς) Σκύμν. 335· ἐν τοῖς σκεπεινοῖς, εἰς τόπους ἐσκεπασμένους, προφυλαττομένους, Ἑβδ. (Νεεμ. Δ', 13). | |lstext='''σκεπεινός''': -ή, -όν, = [[σκεπανός]], [[ὑπὲρ]] αὐχένος σκεπεινῆς (κοινῶς ταπεινῆς) Σκύμν. 335· ἐν τοῖς σκεπεινοῖς, εἰς τόπους ἐσκεπασμένους, προφυλαττομένους, Ἑβδ. (Νεεμ. Δ', 13). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σκεπηνός]] και [[σκεπινός]], -ή, -όν, Α<br />[[σκεπανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπω]] ή [[σκέπας]], [[κατά]] τα [[αἰπεινός]], [[σκοτεινός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
σκεπεινή, σκεπεινόν, = σκεπανός, σκεπεινὴν νηῒ καταγωγὴν ἔχει Scymn.336; ἐν τοῖς σ. in the sheltered places, LXX Ne.4.13(7): written σκεπηνός in Ath.Med. ap. Orib.inc.23.2, Archig. ap.Orib.46.25.7; σκεπινός PHolm.11.39.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπεινός: -ή, -όν, = σκεπανός, ὑπὲρ αὐχένος σκεπεινῆς (κοινῶς ταπεινῆς) Σκύμν. 335· ἐν τοῖς σκεπεινοῖς, εἰς τόπους ἐσκεπασμένους, προφυλαττομένους, Ἑβδ. (Νεεμ. Δ', 13).
Greek Monolingual
και σκεπηνός και σκεπινός, -ή, -όν, Α
σκεπανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω ή σκέπας, κατά τα αἰπεινός, σκοτεινός.