σχίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schidion | |Transliteration C=schidion | ||
|Beta Code=sxi/dion | |Beta Code=sxi/dion | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], τό, ''Dim. of'' [[σχίζα]], in Lat. form<br><span class="bld">A</span> [[schidium]], Vitr.2.1.4.<br><span class="bld">II</span> = [[βάθρον]] 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1.<br><span class="bld">III</span> σχίδια· ὠμόλινα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], τό, Dim. of σχίζα, in Lat. form
A schidium, Vitr.2.1.4.
II = βάθρον 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1.
III σχίδια· ὠμόλινα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1056] τό, 1) dim. vom Vorigen. – 2) im plur. gezupfte Leinwand, Wundfaden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα, πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.
Greek Monolingual
τὸ, Α σχίδα
1. υποκορ. μικρή σχίζα
2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης
3. δόρυ
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια
«ὠμόλινα».