κηρύκινος: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kirykinos | |Transliteration C=kirykinos | ||
|Beta Code=khru/kinos | |Beta Code=khru/kinos | ||
|Definition=η, ον, < | |Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of a herald]], ῥάβδος Suid.<br><span class="bld">II</span> [[κηρυκίνη]], ἡ, = [[κηρύκαινα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.; but (''[[sc.]]'' [[ἀρχή]]), [[crier's office]], ''CPR''232.29 (ii/iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον,
A of a herald, ῥάβδος Suid.
II κηρυκίνη, ἡ, = κηρύκαινα, Hsch., Phot.; but (sc. ἀρχή), crier's office, CPR232.29 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1434] dasselbe; ῥάβδος, Heroldstab, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκῐνος: -η, -ον, ἀνήκων εἰς κήρυκα, «κηρυκίνη ῥάβδος, ἡ τοῦ Ἑρμοῦ» Σουΐδ.· κηρῡκίνη, ἡ, = κηρύκαινα, Φώτ.· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηρυκίνη· ἡ καταρωμένη».
Greek Monolingual
κηρύκινος, -ίνη, -ον (Α) κήρυξ
1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη
α) η κηρύκαινα
β) (ενν. αρχή)
το αξίωμα του κήρυκα.