ἐπικριτής: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikritis | |Transliteration C=epikritis | ||
|Beta Code=e)pikrith/s | |Beta Code=e)pikrith/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπικριτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[adjudicator]], [[arbiter]], τῶν λεγομένων Plb.14.3.7.<br><span class="bld">II</span>. in Egypt, [[examining]] [[magistrate]] (cf. [[ἐπίκρισις]] ''ΙΙ''), ''PFay.''27.3 (ii A.D.), ''PTeb.''320.2 (ii A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] ὁ, Beurtheiler, Bestätiger, Pol. 14, 3, 7. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικρῐτής:''' ου ὁ [[судья]], [[арбитр]] Polyb.<br />разрешимый ([[διαφωνία]] Sext.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπικρῐτής''': -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «[[δοκιμαστής]]» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐπικριτής]]) [[επικρίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποφασίζει [[κάτι]] [[μετά]] από έλεγχο<br /><b>2.</b> (στην Αίγυπτο) ο [[υπάλληλος]] που διενεργεί την [[επίκριση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπικριτοῦ, ὁ,
A adjudicator, arbiter, τῶν λεγομένων Plb.14.3.7.
II. in Egypt, examining magistrate (cf. ἐπίκρισις ΙΙ), PFay.27.3 (ii A.D.), PTeb.320.2 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 953] ὁ, Beurtheiler, Bestätiger, Pol. 14, 3, 7.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρῐτής: ου ὁ судья, арбитр Polyb.
разрешимый (διαφωνία Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρῐτής: -οῦ, ὁ, ἐλεγκτής, «δοκιμαστής» (Σουΐδ.), χρώμενος ἐπικριτῇ τῶν λεγομένων καὶ συμβούλῳ τῷ Μασσανάσσῃ, διὰ τὴν τῶν τόπων ἐμπειρίαν Πολύβ. 14. 3, 7.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπικριτής) επικρίνω
νεοελλ.
αυτός που επικρίνει («οι επικριτές της κυβερνήσεως»)
αρχ.
1. αυτός που αποφασίζει κάτι μετά από έλεγχο
2. (στην Αίγυπτο) ο υπάλληλος που διενεργεί την επίκριση.