ἀκύκλιος: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akyklios | |Transliteration C=akyklios | ||
|Beta Code=a)ku/klios | |Beta Code=a)ku/klios | ||
|Definition= | |Definition=ἀκύκλιον, [[one who has not gone the round]] of studies, opp. [[ἐγκύκλιος]], Pl.Com.227. ἀκύκλωτος, ον, [[not surrounded]], Tz.''H.'' 8.596. ἀκυλαῖον, τό, = [[ἄκυλος]], Orac. ap. Eus.''PE''4.20. ἀκυλεής· [[ἀετός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene una formación completa]], [[ignorante]] Pl.Com.251. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκύκλιος''': -ον, ὁ μὴ διελθὼν τὸν κύκλον τῶν σπουδῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐγκύκλιος]], Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 62. | |lstext='''ἀκύκλιος''': -ον, ὁ μὴ διελθὼν τὸν κύκλον τῶν σπουδῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐγκύκλιος]], Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 62. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκύκλιος]], -ον (Α) [[κύκλιος]]<br />αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του [[εγκύκλιος]]). | |mltxt=[[ἀκύκλιος]], -ον (Α) [[κύκλιος]]<br />αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του [[εγκύκλιος]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>der den gewöhnlichen Jugendunterricht nicht [[durchgemacht]]</i>, im <span class="ggns">Gegensatz</span> des [[ἐγκύκλιος]], Plat. com. bei <i>B.A</i>. 373 = [[ἀπαίδευτος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκύκλιον, one who has not gone the round of studies, opp. ἐγκύκλιος, Pl.Com.227. ἀκύκλωτος, ον, not surrounded, Tz.H. 8.596. ἀκυλαῖον, τό, = ἄκυλος, Orac. ap. Eus.PE4.20. ἀκυλεής· ἀετός, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene una formación completa, ignorante Pl.Com.251.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύκλιος: -ον, ὁ μὴ διελθὼν τὸν κύκλον τῶν σπουδῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγκύκλιος, Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 62.
Greek Monolingual
ἀκύκλιος, -ον (Α) κύκλιος
αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του εγκύκλιος).
German (Pape)
der den gewöhnlichen Jugendunterricht nicht durchgemacht, im Gegensatz des ἐγκύκλιος, Plat. com. bei B.A. 373 = ἀπαίδευτος.