ἀκύκλιος
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
English (LSJ)
ἀκύκλιον, one who has not gone the round of studies, opp. ἐγκύκλιος, Pl.Com.227. ἀκύκλωτος, ον, not surrounded, Tz.H. 8.596. ἀκυλαῖον, τό, = ἄκυλος, Orac. ap. Eus.PE4.20. ἀκυλεής· ἀετός, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene una formación completa, ignorante Pl.Com.251.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύκλιος: -ον, ὁ μὴ διελθὼν τὸν κύκλον τῶν σπουδῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγκύκλιος, Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 62.
Greek Monolingual
ἀκύκλιος, -ον (Α) κύκλιος
αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του εγκύκλιος).
German (Pape)
der den gewöhnlichen Jugendunterricht nicht durchgemacht, im Gegensatz des ἐγκύκλιος, Plat. com. bei B.A. 373 = ἀπαίδευτος.