παρδάλειος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(31)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pardaleios
|Transliteration C=pardaleios
|Beta Code=parda/leios
|Beta Code=parda/leios
|Definition=or παρδᾰλ-εος (which is said to be Ion., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>652.35</span>), ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">like a pard</b>, π. στέαρ Dsc.2.76 ; <b class="b3">π. φάρμακον</b>, prob. = [[παρδαλιαγχές]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>831a5</span> : metaph., of savage men, παρδάλεοι θῆρες <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>9.28</span>.</span>
|Definition=or [[παρδάλεος]] (which is said to be Ion., ''EM''652.35), ον, of or like a [[pard]], π. στέαρ Dsc.2.76; <b class="b3">π. φάρμακον</b>, prob. = [[παρδαλιαγχές]], Arist.''Mir.''831a5: metaph., of savage men, παρδάλεοι θῆρες [[LXX]] ''4 Ma.''9.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0509.png Seite 509]] auch 2 Endgn, = [[παρδάλεος]], Sp.; – [[φάρμακον]], Arist. mirab. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0509.png Seite 509]] auch 2 Endgn, = [[παρδάλεος]], Sp.; – [[φάρμακον]], Arist. mirab. 6.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[de panthère]] <i>ou</i> de léopard;<br /><b>2</b> [[semblable à une panthère]] <i>ou</i> à un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρδάλειος:''' (δᾰ) барсовый, леопардовый: παρδάλειον [[φάρμακον]] Arst. = [[παρδαλιαγχές]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρδάλειος''': ἢ -εος, ον, ([[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] Ἰων., Ἐτυμ. Μέγ.)· ― ὁ ἀνήκων εἰς πάρδαλιν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ, π. [[στέαρ]] Διοσκ. 2. 90· π. [[φάρμακον]] πιθ., = [[παρδαλιαγχές]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 6· μεταφορ., ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, παρδάλεοι θῆρες Ἰωσήπ. Μακκ. 9. 28.
|lstext='''παρδάλειος''': ἢ -εος, ον, ([[ὅπερ]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] Ἰων., Ἐτυμ. Μέγ.)· ― ὁ ἀνήκων εἰς πάρδαλιν ἢ [[ὅμοιος]] αὐτῇ, π. [[στέαρ]] Διοσκ. 2. 90· π. [[φάρμακον]] πιθ., = [[παρδαλιαγχές]], Ἀριστ. π. Θαυμασ. 6· μεταφορ., ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, παρδάλεοι θῆρες Ἰωσήπ. Μακκ. 9. 28.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> de panthère <i>ou</i> de léopard;<br /><b>2</b> semblable à une panthère <i>ou</i> à un léopard.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλις]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, και παρδαλαῑος, -α, -ον, και ιων. τ. [[παρδάλεος]], -ον, ΜΑ [[πάρδαλις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λεοπάρδαλη]], [[κυρίως]] ως [[προς]] το στικτό [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[λεοπάρδαλη]] («παρδάλειον [[στέαρ]]»)<br /><b>3.</b> [[δόλιος]] και [[κακός]].
|mltxt=-ον, και παρδαλαῖος, -α, -ον, και ιων. τ. [[παρδάλεος]], -ον, ΜΑ [[πάρδαλις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[λεοπάρδαλη]], [[κυρίως]] ως [[προς]] το στικτό [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από [[λεοπάρδαλη]] («παρδάλειον [[στέαρ]]»)<br /><b>3.</b> [[δόλιος]] και [[κακός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρδᾰλειος Medium diacritics: παρδάλειος Low diacritics: παρδάλειος Capitals: ΠΑΡΔΑΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pardáleios Transliteration B: pardaleios Transliteration C: pardaleios Beta Code: parda/leios

English (LSJ)

or παρδάλεος (which is said to be Ion., EM652.35), ον, of or like a pard, π. στέαρ Dsc.2.76; π. φάρμακον, prob. = παρδαλιαγχές, Arist.Mir.831a5: metaph., of savage men, παρδάλεοι θῆρες LXX 4 Ma.9.28.

German (Pape)

[Seite 509] auch 2 Endgn, = παρδάλεος, Sp.; – φάρμακον, Arist. mirab. 6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de panthère ou de léopard;
2 semblable à une panthère ou à un léopard.
Étymologie: πάρδαλις.

Russian (Dvoretsky)

παρδάλειος: (δᾰ) барсовый, леопардовый: παρδάλειον φάρμακον Arst. = παρδαλιαγχές.

Greek (Liddell-Scott)

παρδάλειος: ἢ -εος, ον, (ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι Ἰων., Ἐτυμ. Μέγ.)· ― ὁ ἀνήκων εἰς πάρδαλιν ἢ ὅμοιος αὐτῇ, π. στέαρ Διοσκ. 2. 90· π. φάρμακον πιθ., = παρδαλιαγχές, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 6· μεταφορ., ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, παρδάλεοι θῆρες Ἰωσήπ. Μακκ. 9. 28.

Greek Monolingual

-ον, και παρδαλαῖος, -α, -ον, και ιων. τ. παρδάλεος, -ον, ΜΑ πάρδαλις
1. αυτός που μοιάζει με λεοπάρδαλη, κυρίως ως προς το στικτό δέρμα
2. αυτός που προέρχεται από λεοπάρδαλη («παρδάλειον στέαρ»)
3. δόλιος και κακός.