Λακωνισμός: Difference between revisions
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Lakōnismos | |Transliteration B=Lakōnismos | ||
|Transliteration C=Lakonismos | |Transliteration C=Lakonismos | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*lakwnismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[imitation of Lacedaemonian manners]], especially of their short and pointed way of talking, Cic.''Fam.'' 11.25.2.<br><span class="bld">II</span> [[acting in the Lacedaemonian interest]], X.''HG''4.4.15, 7.1.46. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Λᾰκωνισμός''': ὁ, μίμησης τοῦ τρόπου τῶν Λακεδαιμονίων, ἰδίως τῆς βραχυλογίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιτυχῶν ἀποκρίσεων, Κικ. Fam 11. 25, 2. ΙΙ. τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, συμπαθεῖν πρὸς αὐτούς, βαρὺ [[ἔγκλημα]] ἐν Ἀθήναις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15., 7. 1. 46. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Λᾰκωνισμός:''' ὁ ([[Λακωνίζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μίμηση]] του τρόπου των Λακεδαιμονίων, [[ιδίως]] της βραχυλογίας, της ολιγολογίας τους, σε Κικ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμπάθεια]] προς τα [[πολιτικά]] συστήματα των Λακεδαιμονίων, [[Λακωνισμός]], σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Λᾰκωνισμός, οῦ, ὁ, [[Λακωνίζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[imitation]] of Lacedaemonian [[manners]], Cic.<br /><b class="num">II.</b> a [[being]] in the Lacedaemonian [[interest]], Laconism, Xen. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[support of the Lacedaemonians]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A imitation of Lacedaemonian manners, especially of their short and pointed way of talking, Cic.Fam. 11.25.2.
II acting in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.15, 7.1.46.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰκωνισμός: ὁ, μίμησης τοῦ τρόπου τῶν Λακεδαιμονίων, ἰδίως τῆς βραχυλογίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιτυχῶν ἀποκρίσεων, Κικ. Fam 11. 25, 2. ΙΙ. τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, συμπαθεῖν πρὸς αὐτούς, βαρὺ ἔγκλημα ἐν Ἀθήναις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15., 7. 1. 46.
Greek Monotonic
Λᾰκωνισμός: ὁ (Λακωνίζω),
I. μίμηση του τρόπου των Λακεδαιμονίων, ιδίως της βραχυλογίας, της ολιγολογίας τους, σε Κικ.
II. συμπάθεια προς τα πολιτικά συστήματα των Λακεδαιμονίων, Λακωνισμός, σε Ξεν.
Middle Liddell
Λᾰκωνισμός, οῦ, ὁ, Λακωνίζω
I. imitation of Lacedaemonian manners, Cic.
II. a being in the Lacedaemonian interest, Laconism, Xen.