χάλκανθον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(6_21)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkanthon
|Transliteration C=chalkanthon
|Beta Code=xa/lkanqon
|Beta Code=xa/lkanqon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">solution of blue vitriol</b> (<b class="b2">copper sulphate</b>), used for ink and for shoemaker's blacking, Dsc.3.80, <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>960</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.123</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[χρυσάνθεμον]], Ps.-Dsc.4.58.</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[solution of blue vitriol]] ([[copper sulphate]]), used for ink and for shoemaker's blacking, Dsc.3.80, Orph.''A.''960, Plin.''HN''34.123.<br><span class="bld">II</span> = [[χρυσάνθεμον]], Ps.-Dsc.4.58.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χάλκανθον''': τό, [[διάλυσις]] χαλκίτιδος ἢ κυανῆς στυπτηρίας (θειικοῦ χαλκοῦ, «γαλαζοπέτρας») χρησιμεύουσα ὡς [[μέλαν]] πρὸς γραφὴν καὶ ὡς βαφὴ δερμάτων τῶν ὑποδηματοποιῶν, Λατ. chalcanthum, Διοσκ. 5. 114, Πλίν. 34. 32. ― ἀλλ’ ἀμφότεροι οἱ συγγραφεῖς φαίνεται ὅτι συνέχεαν τὸν θειικὸν χαλκὸν (κυανοῦν) πρὸς τὸν θειικὸν [[σίδηρον]] (πράσινον) ὡς καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις τὸ [[ὄνομα]] βιτριόλιον (vitriol) ἐδόθη εἰς ἀμφότερα· ― [[ὡσαύτως]] χάλκανθος, ὁ καὶ ἡ, Γαλην.· καὶ χαλκανθές, τό, Στράβ. 163, 648. ― Ἐπίθ. χαλκανθώδης, ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[χάλκανθον]], Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασίῳ 279 Matth. ― Δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέωμεν τοῦτο πρὸς τὸ χαλκοῦ [[ἄνθος]], ἴδε ἐν λ. χαλκὸς ΙΙΙ.
|lstext='''χάλκανθον''': τό, [[διάλυσις]] χαλκίτιδος ἢ κυανῆς στυπτηρίας (θειικοῦ χαλκοῦ, «γαλαζοπέτρας») χρησιμεύουσα ὡς [[μέλαν]] πρὸς γραφὴν καὶ ὡς βαφὴ δερμάτων τῶν ὑποδηματοποιῶν, Λατ. chalcanthum, Διοσκ. 5. 114, Πλίν. 34. 32. ― ἀλλ’ ἀμφότεροι οἱ συγγραφεῖς φαίνεται ὅτι συνέχεαν τὸν θειικὸν χαλκὸν (κυανοῦν) πρὸς τὸν θειικὸν [[σίδηρον]] (πράσινον) ὡς καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις τὸ [[ὄνομα]] βιτριόλιον (vitriol) ἐδόθη εἰς ἀμφότερα· ― [[ὡσαύτως]] χάλκανθος, ὁ καὶ ἡ, Γαλην.· καὶ χαλκανθές, τό, Στράβ. 163, 648. ― Ἐπίθ. χαλκανθώδης, ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[χάλκανθον]], Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασίῳ 279 Matth. ― Δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέωμεν τοῦτο πρὸς τὸ χαλκοῦ [[ἄνθος]], ἴδε ἐν λ. χαλκὸς ΙΙΙ.
}}
{{eles
|esgtx=[[sulfato de cobre]]
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />το [[χρυσάνθεμο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θειικός]] [[χαλκός]] που χρησιμοποιούσαν σε [[διάλυμα]] για [[μελάνη]] [[γραφής]] και για [[βαφή]] δερμάτων και [[υποδημάτων]] («τὸ καλούμενον [[χάλκανθον]] [[οὐδετέρως]] ἢ ὡς [[ἔνιοι]] [[χάλκανθος]] ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθος]], [[κατά]] τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -<i>ον</i>].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[sulfato de cobre]] usado para hacer tinta ἡ ἀναγραφή· ζμύρνης δραχμὴ αʹ, μίσυος δραχμαὶ δʹ, χαλκάνθου δραχμαὶ βʹ, κηκίδων δραχμαὶ βʹ <b class="b3">la fórmula: una dracma de mirra, cuatro de trufa, dos dracmas de sulfato de cobre y dos de agallas</b> P XII 400
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκανθον Medium diacritics: χάλκανθον Low diacritics: χάλκανθον Capitals: ΧΑΛΚΑΝΘΟΝ
Transliteration A: chálkanthon Transliteration B: chalkanthon Transliteration C: chalkanthon Beta Code: xa/lkanqon

English (LSJ)

τό,
A solution of blue vitriol (copper sulphate), used for ink and for shoemaker's blacking, Dsc.3.80, Orph.A.960, Plin.HN34.123.
II = χρυσάνθεμον, Ps.-Dsc.4.58.

German (Pape)

[Seite 1329] τό, = Vorigem, Orph. Arg. 963.

Greek (Liddell-Scott)

χάλκανθον: τό, διάλυσις χαλκίτιδος ἢ κυανῆς στυπτηρίας (θειικοῦ χαλκοῦ, «γαλαζοπέτρας») χρησιμεύουσα ὡς μέλαν πρὸς γραφὴν καὶ ὡς βαφὴ δερμάτων τῶν ὑποδηματοποιῶν, Λατ. chalcanthum, Διοσκ. 5. 114, Πλίν. 34. 32. ― ἀλλ’ ἀμφότεροι οἱ συγγραφεῖς φαίνεται ὅτι συνέχεαν τὸν θειικὸν χαλκὸν (κυανοῦν) πρὸς τὸν θειικὸν σίδηρον (πράσινον) ὡς καὶ παρὰ τοῖς νεωτέροις τὸ ὄνομα βιτριόλιον (vitriol) ἐδόθη εἰς ἀμφότερα· ― ὡσαύτως χάλκανθος, ὁ καὶ ἡ, Γαλην.· καὶ χαλκανθές, τό, Στράβ. 163, 648. ― Ἐπίθ. χαλκανθώδης, ες, ὅμοιος πρὸς χάλκανθον, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασίῳ 279 Matth. ― Δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέωμεν τοῦτο πρὸς τὸ χαλκοῦ ἄνθος, ἴδε ἐν λ. χαλκὸς ΙΙΙ.

Spanish

sulfato de cobre

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
μσν.
το χρυσάνθεμο
αρχ.
θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ἄνθος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον].

Léxico de magia

τό sulfato de cobre usado para hacer tinta ἡ ἀναγραφή· ζμύρνης δραχμὴ αʹ, μίσυος δραχμαὶ δʹ, χαλκάνθου δραχμαὶ βʹ, κηκίδων δραχμαὶ βʹ la fórmula: una dracma de mirra, cuatro de trufa, dos dracmas de sulfato de cobre y dos de agallas P XII 400