κεραυνοφόρος: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keravnoforos | |Transliteration C=keravnoforos | ||
|Beta Code=keraunofo/ros | |Beta Code=keraunofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=κεραυνοφόρον, [[wielding the thunderbolt]], Ἔρως Plu.''Alc.''16, cf. 2.335a; <b class="b3">κ. στρατόπεδον</b> [[Legio XII Fulminata]], D.C.55.23: as [[substantive]], title of a priest at Seleucia in Pieria, ''OGl''1245.47 (ii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui porte la foudre]].<br />'''Étymologie:''' [[κεραυνός]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κεραυνοφόρος -ον [[[κεραυνός]], [[φέρω]]] bliksemdragend; ὁ κεραυνοφόρος de bliksemdrager (Alexander). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
κεραυνοφόρον, wielding the thunderbolt, Ἔρως Plu.Alc.16, cf. 2.335a; κ. στρατόπεδον Legio XII Fulminata, D.C.55.23: as substantive, title of a priest at Seleucia in Pieria, OGl1245.47 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1423] den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; στρατόπεδον, legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοφόρος -ον [κεραυνός, φέρω] bliksemdragend; ὁ κεραυνοφόρος de bliksemdrager (Alexander).
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοφόρος: несущий молнии, разящий как молния (Ἔρως Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοφόρος: -ον, ὁ φέρων τὸν κεραυνόν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 16., 2. 335A· μεταφορ., στρατόπεδον κεραυνοφόρον, legio fulminatrix, Δίων Κ. 55. 23, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4458.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ κεραυνοφόρος, -ον)
αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῖρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.)
μσν.
αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραυνοφόρος
τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια της Πιερίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κεραυνοφόρος: -ον, αυτός που χειρίζεται τον κεραυνό, σε Πλούτ.
Middle Liddell
κεραυνο-φόρος, ον
wielding the thunderbolt, Plut.