τρίσημος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trisimos | |Transliteration C=trisimos | ||
|Beta Code=tri/shmos | |Beta Code=tri/shmos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ον, in Music and Prosody,<br><span class="bld">A</span> = [[τρίχρονος]], Aristox. ''Rhyth.''2.10, Aristid.Quint. 1.14.<br><span class="bld">II</span> Dor. Τρίσᾱμος, [[epithet]] of the [[τριάς]], Nicom. ap. Phot.''Bibl.''p.144B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίσημος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] σημεῖα, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Φωτ. Βιβλιοθ. 144. 2. 2) ἐν τῇ μουσικῇ καὶ τῇ προσῳδίᾳ, = [[τρίχρονος]], Δράκων 125, 10, κλπ. | |lstext='''τρίσημος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρία]] σημεῖα, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Φωτ. Βιβλιοθ. 144. 2. 2) ἐν τῇ μουσικῇ καὶ τῇ προσῳδίᾳ, = [[τρίχρονος]], Δράκων 125, 10, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίσημος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τρίσαμος]] Α<br />(στην [[προσωδία]] και στη [[μουσική]]) [[τρίχρονος]], αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] χρόνους<br /><b>αρχ.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που φέρει [[τρία]] [[σημεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>σημος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, in Music and Prosody,
A = τρίχρονος, Aristox. Rhyth.2.10, Aristid.Quint. 1.14.
II Dor. Τρίσᾱμος, epithet of the τριάς, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.
German (Pape)
[Seite 1147] von drei Zeichen; gew. in der Tonkunst u. Metrik, dreizeitig, d. i. von drei Kürzen od. von einer Kürze und einer Länge, die für zwei Kürzen gilt, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσημος: -ον, ὁ ἔχων τρία σημεῖα, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Φωτ. Βιβλιοθ. 144. 2. 2) ἐν τῇ μουσικῇ καὶ τῇ προσῳδίᾳ, = τρίχρονος, Δράκων 125, 10, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίσημος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τρίσαμος Α
(στην προσωδία και στη μουσική) τρίχρονος, αυτός που αποτελείται από τρεις χρόνους
αρχ.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που φέρει τρία σημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. ἑπτά-σημος].