ὀφρυάζω: Difference between revisions
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofryazo | |Transliteration C=ofryazo | ||
|Beta Code=o)frua/zw | |Beta Code=o)frua/zw | ||
|Definition=(ὀφρῦς) < | |Definition=([[ὀφρῦς]])<br><span class="bld">A</span> [[signify]] anything [[with the eyebrows]], Amips. 36.<br><span class="bld">II</span> to [[be haughty]], [[supercilious]], Phryn.''PS''p.93B., Procop. ''Goth.''4.11,28, ''Arc.''16, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφρυάζω''': (ὀφρὺς) ταῖς ὀφρύσι [[νεύω]], ποιῶ [[σημεῖον]] ἢ [[νεῦμα]] διὰ τῶν ὀφρύων, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 8· ἴδε | |lstext='''ὀφρυάζω''': (ὀφρὺς) ταῖς ὀφρύσι [[νεύω]], ποιῶ [[σημεῖον]] ἢ [[νεῦμα]] διὰ τῶν ὀφρύων, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 8· ἴδε Πολυδ. Β΄, 50· - «ὀφρυάζειν: τὸ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν καὶ ἀποσεμνύνεσθαι» Α. Β. 53, 29· - κατὰ Φώτ.: «ὀφρυάζειν: τὸ συνάγειν τὰς ὀφρῦς», καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρυάζε(ι)· ταῖς ὀφρύσι νεύει». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀφρυάζω]] (Α) [[οφρύς]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]] με τα φρύδια μου<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]] υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου<br /><b>3.</b> [[συνοφρυώνομαι]]. | |mltxt=[[ὀφρυάζω]] (Α) [[οφρύς]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[νεύμα]] με τα φρύδια μου<br /><b>2.</b> [[κοιτάζω]] υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου<br /><b>3.</b> [[συνοφρυώνομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
(ὀφρῦς)
A signify anything with the eyebrows, Amips. 36.
II to be haughty, supercilious, Phryn.PSp.93B., Procop. Goth.4.11,28, Arc.16, Suid.
German (Pape)
[Seite 428] die Augenbrauen zusammenziehen und damit winken, VLL.; auch als Ausdruck des Hochmuths, Sp., vgl. Suid. u. B. A. 53, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφρυάζω: (ὀφρὺς) ταῖς ὀφρύσι νεύω, ποιῶ σημεῖον ἢ νεῦμα διὰ τῶν ὀφρύων, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 8· ἴδε Πολυδ. Β΄, 50· - «ὀφρυάζειν: τὸ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν καὶ ἀποσεμνύνεσθαι» Α. Β. 53, 29· - κατὰ Φώτ.: «ὀφρυάζειν: τὸ συνάγειν τὰς ὀφρῦς», καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρυάζε(ι)· ταῖς ὀφρύσι νεύει».
Greek Monolingual
ὀφρυάζω (Α) οφρύς
1. κάνω νεύμα με τα φρύδια μου
2. κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου
3. συνοφρυώνομαι.