λωπίζω: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lopizo | |Transliteration C=lopizo | ||
|Beta Code=lwpi/zw | |Beta Code=lwpi/zw | ||
|Definition=[[uncover]], [[strip]], Hsch., Suid.: found only in compds. [[ἀπολωπίζω]], [[περιλωπίζω]], etc.; | |Definition=[[uncover]], [[strip]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Suid.: found only in compds. [[ἀπολωπίζω]], [[περιλωπίζω]], etc.; S.''Tr.''925, <b class="b3">ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν</b>, belongs to [[ἐκλωπίζω]].—Cf. [[λοπίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
uncover, strip, Hsch., Suid.: found only in compds. ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, etc.; S.Tr.925, ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευράν, belongs to ἐκλωπίζω.—Cf. λοπίζω.
Greek (Liddell-Scott)
λωπίζω: μέλλ. -ίσω, (λῶπος) ἐκδύω, γυμνώνω, Ἡσύχ., Σουΐδ.· νῦν μόνον ἐν συνθέτοις εὑρισκόμενον, ἀπολωπίζω, περιλωπίζω, κτλ.· ― τὸ ἐν Σοφ. Τρ. 925, ἐκ δ’ ἐλώπισε πλευράν, ἀνήκει εἰς τὸ ἐκλωπίζω. ― Πρβλ. λοπίζω.
Greek Monolingual
λωπίζω Α) λώπη
γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ' εὐώνυμον», Σοφ.).
Greek Monotonic
λωπίζω: μέλ. λωπίσω (λῶπος) σκεπάζω, καλύπτω με μανδύα, ντύνω, σε Σοφ.
Middle Liddell
λωπίζω, λῶπος
to cover, cloak, Soph.
German (Pape)
entüllen, Hesych. γυμνοῖ ἤτοι ὅπλων ἢ ἱματίων (vgl. λοπίζω und die Kompp.); Soph. Tr. 921, ἐκ δ' ἐλώπιζε πλευρὰν ἅπασαν, entüllte die ganze Seite, kann als Tmesis betrachtet werden.