διφροφόρος: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=difroforos | |Transliteration C=difroforos | ||
|Beta Code=difrofo/ros | |Beta Code=difrofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=διφροφόρον, [[carrying a camp-stool]]; especially of the female [[μέτοικοι]], who had to carry seats for the use of the [[κανηφόροι]], Id.''Ec.'' 734, Hermipp.26, Nicoph.16, Strattis 8; also ὁ βασιλέως δ. Dinon 18. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte dans une litière.<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui porte dans une litière]].<br />'''Étymologie:''' [[δίφρος]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διφροφόρος:'''<br /><b class="num">1</b> ἡ дифрофора (девушка, носившая стул за канефорой; см. [[κανηφόρος]]) Arph.;<br /><b class="num">2</b> ὁ [[дифрофор]], [[носильщик]] (носилок) Plut. | |elrutext='''διφροφόρος:'''<br /><b class="num">1</b> ἡ [[дифрофора]] (девушка, носившая стул за канефорой; см. [[κανηφόρος]]) Arph.;<br /><b class="num">2</b> ὁ [[дифрофор]], [[носильщик]] (носилок) Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
διφροφόρον, carrying a camp-stool; especially of the female μέτοικοι, who had to carry seats for the use of the κανηφόροι, Id.Ec. 734, Hermipp.26, Nicoph.16, Strattis 8; also ὁ βασιλέως δ. Dinon 18.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
portadora del taburete esp. ref. a las que acompañaban a las canéforos, Ar.Ec.734, Hermipp.25, Stratt.7, Nicopho 7, cf. Plu.2.348e
•tb. ὁ δ. de los reyes persas, Dino 26.
German (Pape)
[Seite 645] Stuhl-, Sänftenträger; Ath. XII, 514 b; Plut. glor. Ath. 6. – Bes. ἡ δ., die der κανηφόρος bei festlichen Aufzügen den Stuhl nachtragen mußte, Ar. Eccl. 734; vgl. Schol. Ar. Av. 1552.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte dans une litière.
Étymologie: δίφρος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
διφροφόρος:
1 ἡ дифрофора (девушка, носившая стул за канефорой; см. κανηφόρος) Arph.;
2 ὁ дифрофор, носильщик (носилок) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διφροφόρος: -ον, φέρων δίφρον, ἕδραν, ἰδίως ἐπὶ τῶν γυναικῶν τῶν μετοίκων, αἵτινες ὤφειλον νὰ φέρωσι δίφρους πρὸς χρῆσιν τῶν κανηφόρων (ἴδε τὸ προηγ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 734, Ἕρμιππ. Θεοῖς 2, Νικοφ. Χειρ. 3, Στράττις Ἀταλ. 4· ὡσαύτως, ὁ βασιλέως δ. Ἀθήν. 514Β. ΙΙ. ὁ φέρων ἕτερον ἐπὶ δίφρου, Πλούτ. Ἀντων. 11.
Greek Monolingual
διφροφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μεταφέρει δίφρο, κάθισμα (για τις γυναίκες τών μετοίκων που μετέφεραν καθίσματα για τις κανηφόρες)
2. εκείνος που μεταφέρει άλλον καθισμένο σε δίφρο.
Greek Monotonic
διφροφόρος: -ον (φέρω),·
I. αυτός που μεταφέρει ένα πτυσσόμενο κάθισμα, λέγεται για τις γυναίκες μετοίκους, οι οποίες μετέφεραν καθίσματα για τους κανηφόρους, σε Αριστοφ.
II. αυτός που μεταφέρει κάποιον άλλον πάνω σε ένα δίφρο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adj φέρω
I. carrying a camp-stool; of the female μέτοικοι, who carried seats for the κανηφόροι, Ar.
II. carrying another upon a δίφρος, Plut.