σκελεαγής: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skeleagis
|Transliteration C=skeleagis
|Beta Code=skeleagh/s
|Beta Code=skeleagh/s
|Definition=ές, (ἄγνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with broken legs</b>, <b class="b3">σκελεαγεῖς ποιήσω</b>, gloss on [[γυιώσω]], Porph.ad <span class="bibl">Il.8.402</span> <span class="bibl">p.300</span> S.; <b class="b3">τὸ σ</b>. <b class="b2">fracture</b> of the legs, <span class="title">Gloss.</span> (σκελι-).</span>
|Definition=σκελεαγές, ([[ἄγνυμι]]) [[with broken legs]], <b class="b3">σκελεαγεῖς ποιήσω</b>, ''Glossaria'' on [[γυιώσω]], Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; <b class="b3">τὸ σ.</b> [[fracture]] of the legs, ''Glossaria'' (σκελι-).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκελεᾱγής''': -ές, ([[ἄγνυμι]]) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, [[κάταγμα]] τῶν σκελῶν, Γλωσσ.
|lstext='''σκελεᾱγής''': -ές, ([[ἄγνυμι]]) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, [[κάταγμα]] τῶν σκελῶν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκελεαγές</i><br />το [[κάταγμα]] του σκέλους, [[σκελοκοπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάω]]»), [[πρβλ]]. [[περιαγής]]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[σκελιαγής]].
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελεᾱγής Medium diacritics: σκελεαγής Low diacritics: σκελεαγής Capitals: ΣΚΕΛΕΑΓΗΣ
Transliteration A: skeleagḗs Transliteration B: skeleagēs Transliteration C: skeleagis Beta Code: skeleagh/s

English (LSJ)

σκελεαγές, (ἄγνυμι) with broken legs, σκελεαγεῖς ποιήσω, Glossaria on γυιώσω, Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; τὸ σ. fracture of the legs, Glossaria (σκελι-).

Greek (Liddell-Scott)

σκελεᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, κάταγμα τῶν σκελῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές
το κάταγμα του σκέλους, σκελοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περιαγής].

German (Pape)

s. σκελιαγής.