ἡμιπλίνθιον: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imiplinthion | |Transliteration C=imiplinthion | ||
|Beta Code=h(mipli/nqion | |Beta Code=h(mipli/nqion | ||
|Definition=τό, ([[πλίνθος]]) [[half-plinth]], [[brick]] (two of which formed a [[plinth]]), <b class="b3">ἡμιπλίνθια χρυσοῦ</b> [[ingot]]s of [[gold]], | |Definition=τό, ([[πλίνθος]]) [[half-plinth]], [[brick]] (two of which formed a [[plinth]]), <b class="b3">ἡμιπλίνθια χρυσοῦ</b> [[ingot]]s of [[gold]], Hdt.1.50, cf. ''IG''12.314.82:—also [[ἡμίπλινθος]], ὁ, ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, (πλίνθος) half-plinth, brick (two of which formed a plinth), ἡμιπλίνθια χρυσοῦ ingots of gold, Hdt.1.50, cf. IG12.314.82:—also ἡμίπλινθος, ὁ, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1169] τό, Halbziegel, Her. 1, 50; Themist. or. 19.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
demi-brique.
Étymologie: ἡμι-, πλίνθος.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιπλίνθιον: τό полукирпич (прямоугольная плитка размером 1 х 2) Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπλίνθιον: τό, (πλίνθος) ἡμίσεια πλίνθος, «τοῦβλον» (ὧν δύο ἀπετέλουν μίαν πλίνθον), Λατ. semilaterium, ἡμιπλίνθια χρυσοῦ, ἐλάσματα παχέα ἀκατεργάστου χρυσοῦ, Ἡρόδ. 1. 50.
Greek Monolingual
ἡμιπλίνθιον, τὸ και ἡμίπλινθος, ἡ (Α) ημίπλινθος
μισή πλίνθος, μισό τούβλο.
Greek Monotonic
ἡμιπλίνθιον: τό (πλίνθος), μισή πλίνθος, το ένα τούβλο δύο από τα οποία σχημάτιζαν μία πλίνθο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἡμι-πλίνθιον, ου, τό, πλίνθος
a half-plinth, a brick (two of which formed a plinth), Hdt.