ἐπανορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epanorthotikos
|Transliteration C=epanorthotikos
|Beta Code=e)panorqwtiko/s
|Beta Code=e)panorqwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[corrective]], [[restorative]], τῶν ἠθῶν <span class="bibl">Str.1.2.3</span>; τὸ ἐ. δίκαιον <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1132a18</span>; τέχνη Gal. 1.303. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">D.3.33</span>.</span>
|Definition=ἐπανορθωτική, ἐπανορθωτικόν, [[corrective]], [[restorative]], τῶν ἠθῶν Str.1.2.3; τὸ ἐ. δίκαιον [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1132a18; τέχνη Gal. 1.303. Adv. [[ἐπανορθωτικῶς]] Sch.D.3.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0903.png Seite 903]] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανορθωτικός:''' [[могущий исправить]], [[служащий улучшению]] (τὸ [[δίκαιον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανορθωτικός:''' могущий исправить, служащий улучшению (τὸ [[δίκαιον]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανορθωτικός Medium diacritics: ἐπανορθωτικός Low diacritics: επανορθωτικός Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epanorthōtikós Transliteration B: epanorthōtikos Transliteration C: epanorthotikos Beta Code: e)panorqwtiko/s

English (LSJ)

ἐπανορθωτική, ἐπανορθωτικόν, corrective, restorative, τῶν ἠθῶν Str.1.2.3; τὸ ἐ. δίκαιον Arist.EN1132a18; τέχνη Gal. 1.303. Adv. ἐπανορθωτικῶς Sch.D.3.33.

German (Pape)

[Seite 903] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανορθωτικός: могущий исправить, служащий улучшению (τὸ δίκαιον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανορθωτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α επανορθωτικός, -ή, -όν επανορθώνω
1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό
ναυτ. σήμα για την επανόρθωση της τάξεως, για τη διόρθωση της πορείας.