δωδεκαετής: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dodekaetis
|Transliteration C=dodekaetis
|Beta Code=dwdekaeth/s
|Beta Code=dwdekaeth/s
|Definition=ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lasting twelve years]], χρόνος <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.9.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[twelve years old]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Comp.Lyc.Num.</span>4</span>, <span class="bibl">2.198c</span>.</span>
|Definition=δωδεκαετές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, ([[ἔτος]])<br><span class="bld">A</span> [[lasting twelve years]], χρόνος J.''AJ''15.9.6.<br><span class="bld">II</span> [[twelve years old]], Plu. ''Comp.Lyc.Num.''4, 2.198c.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 16: Line 16:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0693.png Seite 693]] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. [[δωδεκέτης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0693.png Seite 693]] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. [[δωδεκέτης]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''δωδεκαετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ([[ἔτος]]) διαρκῶν [[δώδεκα]] ἔτη (;) ΙΙ. [[δώδεκα]] ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. [[δεκαετής]].
|btext=ής, ές :<br />[[de douze ans]].<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[ἔτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δωδεκαετής -ές en δωδεκαέτης &#91;[[δώδεκα]], [[ἔτος]]] [[van twaalf jaar]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />de douze ans.<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[ἔτος]].
|elrutext='''δωδεκαετής:''' Plut. = [[δωδεκέτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δωδεκαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.
|lsmtext='''δωδεκαετής:''' -ές ή -[[έτης]], -ες ([[ἔτος]]), αυτός που είναι [[δώδεκα]] χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δωδεκαετής:''' Plut. = [[δωδεκέτης]].
|lstext='''δωδεκαετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ([[ἔτος]]) διαρκῶν [[δώδεκα]] ἔτη (;) ΙΙ. [[δώδεκα]] ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. [[δεκαετής]].
}}
{{elnl
|elnltext=δωδεκαετής -ές en δωδεκαέτης [δώδεκα, ἔτος] van twaalf jaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δωδεκα-ετής, ές [[ἔτος]]<br />2 years old, Plut.
|mdlsjtxt=δωδεκα-ετής, ές [[ἔτος]]<br />2 years old, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκᾰετής Medium diacritics: δωδεκαετής Low diacritics: δωδεκαετής Capitals: ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ
Transliteration A: dōdekaetḗs Transliteration B: dōdekaetēs Transliteration C: dodekaetis Beta Code: dwdekaeth/s

English (LSJ)

δωδεκαετές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)
A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6.
II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): -έτης Lys.11.2, Plu.2.198c; δυοδεκαϝετ- ICr.4.72.12.18 (Gortina V a.C.); δυω- Hippol.Haer.5.26.29
• Morfología: [ac. δυοδεκαετία ICr.l.c.]
1 de doce años de edad de pers. παιδάριον Hippol.l.c., cf. LXX 1Es.5.41
frec. en uso pred. a los doce años de edad ὀπυίεθαι δὲ δυοδεκαϝετία ɛ̄ πρείγονα que se case a la edad de al menos doce años, ICr.l.c., φαίνομαι οὖν δ. ὤν, ὅτε Lys.l.c., γενόμενοι δὲ δωδεκαετεῖς al llegar a la edad de doce años Plu.Lyc.16, cf. 2.198c, τῶν δὲ Ῥωμαίων δωδεκαετεῖς καὶ νεωτέρας ἐκδιδόντων Plu.Comp.Lyc.Num.4.
2 que dura doce años χρόνος I.AI 15.341, ῥύσις Dion.Alex.Ep.Can.2 (p.103). Cf. δωδεκέτης.

German (Pape)

[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκαετής -ές en δωδεκαέτης [δώδεκα, ἔτος] van twaalf jaar.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαετής: Plut. = δωδεκέτης.

Greek Monolingual

-ές (AM δωδεκαετής, -ές και δωδεκαέτης, -ετες, θηλ. δωδεκαέτις)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα χρόνια
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ετών.

Greek Monotonic

δωδεκαετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος), αυτός που είναι δώδεκα χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος) διαρκῶν δώδεκα ἔτη (;) ΙΙ. δώδεκα ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. δεκαετής.

Middle Liddell

δωδεκα-ετής, ές ἔτος
2 years old, Plut.