καλλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalliazo
|Transliteration C=kalliazo
|Beta Code=kallia/zw
|Beta Code=kallia/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be a member of the board of magistrates]] ([[κάλλιον]]) (q.v.) at [[Cyzicus]], <span class="title">IGRom.</span>4.153,157:—also [[καλλιαρχέω]], [[be president of the board of magistrates]] at Cyzicus, <span class="title">CIG</span>3661.</span>
|Definition=to [[be a member of the board of magistrates]] ([[κάλλιον]]) ([[quod vide|q.v.]]) at [[Cyzicus]], ''IGRom.''4.153,157:—also [[καλλιαρχέω]], [[be president of the board of magistrates]] at Cyzicus, ''CIG''3661.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιάζω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, [[αὐτόθι]] 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν [[μετὰ]] τοῦ [[κάλλιον]], τό, [[ὄνομα]] δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ [[ὡσαύτως]] = [[τέμενος]], Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.
|lstext='''καλλιάζω''': [[ῥῆμα]] ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), [[ἔνθα]] φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, [[αὐτόθι]] 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ [[κάλλιον]], τό, [[ὄνομα]] δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ [[ὡσαύτως]] = [[τέμενος]], Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλλιάζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] [[ανώτερος]], [[ξεπερνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[υπεροχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]], συγκρ. [[βαθμός]] του επίρρ. [[καλῶς]].<br /><b>(II)</b><br />[[καλλιάζω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καλλιάζω]] (Μ)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] [[ανώτερος]], [[ξεπερνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[αναγνωρίζω]] την [[υπεροχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]], συγκρ. [[βαθμός]] του επίρρ. [[καλῶς]].<br /><b>(II)</b><br />[[καλλιάζω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[μέλος]] του δικαστηρίου [[κάλλιον]] (II).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλλιον]] (II) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐάζω Medium diacritics: καλλιάζω Low diacritics: καλλιάζω Capitals: ΚΑΛΛΙΑΖΩ
Transliteration A: kalliázō Transliteration B: kalliazō Transliteration C: kalliazo Beta Code: kallia/zw

English (LSJ)

to be a member of the board of magistrates (κάλλιον) (q.v.) at Cyzicus, IGRom.4.153,157:—also καλλιαρχέω, be president of the board of magistrates at Cyzicus, CIG3661.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιάζω: ῥῆμα ἀπαντῶν ἐν Κυζικηναῖς Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 3662-4), ἔνθα φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ καθήκοντα ἢ τὴν ὑπηρεσίαν ἱερῶν τινων λειτουργῶν, ὧν ἀρχηγὸς ἦν ὁ καλλιαρχῶν, αὐτόθι 3661-2. Ὁ Böckh (σ. 921) σχετίζει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ κάλλιον, τό, ὄνομα δικαστηρίου τινὸς ἐν Ἀθήναις καὶ ὡσαύτως = τέμενος, Α. Β. 1. 269, 270, 309, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
καλλιάζω (Μ)
1. φαίνομαι ανώτερος, ξεπερνώ κάποιον
2. αναγνωρίζω την υπεροχή κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον, συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλῶς.
(II)
καλλιάζω (Α)
είμαι μέλος του δικαστηρίου κάλλιον (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλιον (II) + κατάλ. -άζω].