φυλλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fylleion
|Transliteration C=fylleion
|Beta Code=fullei=on
|Beta Code=fullei=on
|Definition=τό, mostly in plural, [[green-stuff]], [[small herbs]], such as mint and parsley, that were given into the bargain, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>469</span>; <b class="b3">φυλλεῖα ῥαφανίδων</b> radish-[[tops]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pl.</span> 544</span> (anap.).
|Definition=τό, mostly in plural, [[green-stuff]], [[small herbs]], such as mint and parsley, that were given into the bargain, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''469; <b class="b3">φυλλεῖα ῥαφανίδων</b> radish-[[tops]], Id.''Pl.'' 544 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλεῖον Medium diacritics: φυλλεῖον Low diacritics: φυλλείον Capitals: ΦΥΛΛΕΙΟΝ
Transliteration A: phylleîon Transliteration B: phylleion Transliteration C: fylleion Beta Code: fullei=on

English (LSJ)

τό, mostly in plural, green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, that were given into the bargain, Ar.Ach.469; φυλλεῖα ῥαφανίδων radish-tops, Id.Pl. 544 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1315] τό, Laubwerk, allerlei Blätter von Küchengewächsen, Grünzeug; bes. die Zugabe von Raute, Coriander, Münze, Petersilie u. ähnlichen würzhaften Kräutern, die man beim Einkauf der Gartengewächse bekam; Hesych.; ῥαφανίδων φυλλεῖα und ἰσχνὰ φυλλεῖα Ar. Plut. 544 Ach. 449, Schol. τὰ ἀπολεπίσματα τῶν λαχάνων.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλεῖον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., «φυλλεῖα τὰ τῶν λαχάνων, ἃ προστιθέασι τοῖς ὠνουμένοις ἕωλα καὶ φαῦλα» (Ἡσύχ.)· ἐς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός, «οἷον εὐτελῆ καὶ μεμαραμμένα τῶν λαχάνων φύλλα· τοιαῦτα γὰρ οἱ πτωχοὶ ἐσθίουσι…, καλεῖται δὲ φυλλεῖα καὶ τὰ τῆς θριδακίνης φύλλα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 469· ῥαφανίδων φυλλεῖα, τὰ φύλλα αὐτῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 544· πρβλ. φύλλιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α φύλλον
συν. στον πληθ. τὰ φυλλεῖα
α) χορταρικά, μυρωδικά, όπως είναι ο μαϊντανός και ο δυόσμος
β) φύλλα μισομαραμένα διαφόρων λαχανικών
2. φρ. «ῥαφανίδων φυλλεῖα» — τα φύλλα από το ραπάνι (Αριστοφ.).

Greek Monotonic

φυλλεῖον: τό, συνήθως σε πληθ., φύλλα λαχάνων, μικρά χόρτα, όπως είναι η μέντα και ο μαϊντανός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φυλλεῖον, ου, τό,
mostly in plural green-stuff, small herbs, such as mint and parsley, Ar.