πολυκίνδυνος: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykindynos | |Transliteration C=polykindynos | ||
|Beta Code=poluki/ndunos | |Beta Code=poluki/ndunos | ||
|Definition= | |Definition=πολυκίνδυνον,<br><span class="bld">A</span> [[very]] [[dangerous]], Isoc.10.17 as cited by Demetr.''Eloc.''23.<br><span class="bld">II</span> [[conversant]] with [[danger]], Teucer in Cat.Cod. Astr.7.198. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠκίνδῡνος''': -ον, [[λίαν]] ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ. | |lstext='''πολῠκίνδῡνος''': -ον, [[λίαν]] ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[επικίνδυνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους<br /><b>3.</b> ο [[συνηθισμένος]] στους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κίνδυνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κίνδυνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-[[κίνδυνος]], <i>φιλο</i>-[[κίνδυνος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυκίνδυνον,
A very dangerous, Isoc.10.17 as cited by Demetr.Eloc.23.
II conversant with danger, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.198.
German (Pape)
[Seite 664] mit vieler Gefahr, Demetr. Phal. 23.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκίνδῡνος: -ον, λίαν ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ επικίνδυνος
2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους
3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος.