ῥεμβός: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=remvos
|Transliteration C=remvos
|Beta Code=r(embo/s
|Beta Code=r(embo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">roaming, roving</b>, of a slave, prob. in <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>887.5</span>, <span class="bibl">16</span> (ii A.D.); of a lecturer on tour, <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>33(51).28</span>; ῥ. τῇ διανοίᾳ Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.9.14.7</span>; ψυχή <span class="bibl">M.Ant.2.17</span>(v.l.).</span>
|Definition=ῥεμβόν, [[roaming]], [[roving]], of a slave, prob. in ''BGU''887.5, 16 (ii A.D.); of a lecturer on tour, Aristid.''Or.''33(51).28; ῥ. τῇ διανοίᾳ Antyll. ap. Orib.9.14.7; ψυχή M.Ant.2.17([[varia lectio|v.l.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] sich herumdrehend, herumstreichend, Sp., wie M. Ant. 2, 17, [[ψυχή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] sich herumdrehend, herumstreichend, Sp., wie M. Ant. 2, 17, [[ψυχή]].
}}
{{ls
|lstext='''ῥεμβός''': -όν, (ρέμβω) ὁ περιπλανώμενος, ψυχὴ Μ. Ἀντωνῖν. 2. 17, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />η [[ρέμβη]], η άσκοπη [[περιπλάνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>].
}}
{{grml
|mltxt=-όν, θηλ. και [[ῥεμβάς]], -[[άδος]], Α<br />αυτός που τριγυρίζει εδώ κι [[εκεί]], που περιπλανιέται άσκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>ῥέμβομαι</i>. <i>Ο</i> τ. [[ῥεμβάς]] με την κατάλ. τών θηλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]. Παρλλ. [[προς]] το <i>ῥεμδός</i> απαντά και το επίθ. [[ῥεμβώδης]], επεκταμένο με κατάλ. -<i>ώδης</i>(<b>βλ.</b> και λ. [[ῥεμβώδης]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεμβός Medium diacritics: ῥεμβός Low diacritics: ρεμβός Capitals: ΡΕΜΒΟΣ
Transliteration A: rhembós Transliteration B: rhembos Transliteration C: remvos Beta Code: r(embo/s

English (LSJ)

ῥεμβόν, roaming, roving, of a slave, prob. in BGU887.5, 16 (ii A.D.); of a lecturer on tour, Aristid.Or.33(51).28; ῥ. τῇ διανοίᾳ Antyll. ap. Orib.9.14.7; ψυχή M.Ant.2.17(v.l.).

German (Pape)

[Seite 837] sich herumdrehend, herumstreichend, Sp., wie M. Ant. 2, 17, ψυχή.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεμβός: -όν, (ρέμβω) ὁ περιπλανώμενος, ψυχὴ Μ. Ἀντωνῖν. 2. 17, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και ῥεμβάς, -άδος, Α
αυτός που τριγυρίζει εδώ κι εκεί, που περιπλανιέται άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι. Ο τ. ῥεμβάς με την κατάλ. τών θηλ. -άς, -άδος. Παρλλ. προς το ῥεμδός απαντά και το επίθ. ῥεμβώδης, επεκταμένο με κατάλ. -ώδης(βλ. και λ. ῥεμβώδης)].