συναλλακτής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synallaktis | |Transliteration C=synallaktis | ||
|Beta Code=sunallakth/s | |Beta Code=sunallakth/s | ||
|Definition= | |Definition=συναλλακτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[mediator]], [[negotiator]], Id.<br><span class="bld">II</span> an official concerned with the tax on sales (?), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''43vii 4, al. (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναλλακτής''': -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, [[μεσίτης]], ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753. | |lstext='''συναλλακτής''': -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, [[μεσίτης]], ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [[συναλλάσσω]]<br />ο [[μεσίτης]] που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
συναλλακτοῦ, ὁ,
A mediator, negotiator, Id.
II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.
Greek Monolingual
και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.