κάμμορον: Difference between revisions
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kammoron | |Transliteration C=kammoron | ||
|Beta Code=ka/mmoron | |Beta Code=ka/mmoron | ||
|Definition=τό, variant for | |Definition=τό, variant for κάμμαρος ''ΙΙ'' ([[quod vide|q.v.]]): expld. as, = [[κακόμορον]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[καμμάρῳ]], cf. Sch.Nic.''Al.''41; but, = [[κώνειον]], Zeno Herophileus ap.Gal.19.108. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάμμορον''': τό, «ψυκτικὸν [[φάρμακον]]», κατὰ τὸν Ζεῦξιν, κατὰ δὲ Ζην. τὸν Ἡροφίλειον τὸ «[[κώνειον]]», Γαλην. τῶν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 490, Ἱππ. 418, 24· ἢ τὸ [[ἀκόνιτον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 41· ἴδε Foës Oecon. | |lstext='''κάμμορον''': τό, «ψυκτικὸν [[φάρμακον]]», κατὰ τὸν Ζεῦξιν, κατὰ δὲ Ζην. τὸν Ἡροφίλειον τὸ «[[κώνειον]]», Γαλην. τῶν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 490, Ἱππ. 418, 24· ἢ τὸ [[ἀκόνιτον]], Νικ. Ἀλεξιφ. 41· ἴδε Foës Oecon. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάμμορον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ψυκτικό [[φάρμακο]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλία]] του φυτού [[κάμαρος]]<br /><b>3.</b> [[κώνειο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[κάμαρος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, variant for κάμμαρος ΙΙ (q.v.): expld. as, = κακόμορον, Erot. s.v. καμμάρῳ, cf. Sch.Nic.Al.41; but, = κώνειον, Zeno Herophileus ap.Gal.19.108.
German (Pape)
[Seite 1317] τό, ein kühlendes Mittel, Hippocr.; = ἀκόνιτον, Nic. Al. 40; Diosc. Vgl. das Folgde u. κάμμαρος.
Greek (Liddell-Scott)
κάμμορον: τό, «ψυκτικὸν φάρμακον», κατὰ τὸν Ζεῦξιν, κατὰ δὲ Ζην. τὸν Ἡροφίλειον τὸ «κώνειον», Γαλην. τῶν Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 490, Ἱππ. 418, 24· ἢ τὸ ἀκόνιτον, Νικ. Ἀλεξιφ. 41· ἴδε Foës Oecon.
Greek Monolingual
κάμμορον, τὸ (Α)
1. ψυκτικό φάρμακο
2. ποικιλία του φυτού κάμαρος
3. κώνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κάμαρος.