μνηστύς: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mnistys
|Transliteration C=mnistys
|Beta Code=mnhstu/s
|Beta Code=mnhstu/s
|Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[μνηστεία]], [[wooing]], [[courting]], [[asking in marriage]], παύσεσθαι… μνηστύος ἀργαλέης <span class="bibl">Od.2.199</span>; <b class="b3">μή πως… καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ</b>] <span class="bibl">16.294</span>.
|Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[μνηστεία]], [[wooing]], [[courting]], [[asking in marriage]], παύσεσθαι… μνηστύος ἀργαλέης Od.2.199; <b class="b3">μή πως… καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ]</b> 16.294.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] ύος, ἡ, ion. = [[μνηστεία]], das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0196.png Seite 196]] ύος, ἡ, ion. = [[μνηστεία]], das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />[[demande en mariage]].<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνηστύς:''' ύος (ῡ и ῠ) ἡ [[сватовство]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μνηστύς''': -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[μνηστεία]], [[μνήστευσις]] [[ζήτησις]] εἰς γάμον, παύσεσθαι... μνηστύος ἀργαλέης Ὀδ. Β. 199· μή πως καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστὺν [ῡ ἐν ἄρσει], Π. 294, Τ. 13.
|lstext='''μνηστύς''': -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[μνηστεία]], [[μνήστευσις]] [[ζήτησις]] εἰς γάμον, παύσεσθαι... μνηστύος ἀργαλέης Ὀδ. Β. 199· μή πως καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστὺν [ῡ ἐν ἄρσει], Π. 294, Τ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />demande en mariage.<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μνηστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[μνηστεία]], [[αρραβώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i> αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. <i>δειπνησ</i>-<i>τύς</i>)].
|mltxt=[[μνηστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[μνηστεία]], [[αρραβώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i> αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. [[δειπνηστύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνηστύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί [[μνηστεία]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''μνηστύς:''' -ύος, ἡ, Ιων. αντί [[μνηστεία]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνηστύς:''' ύος (ῡ и ῠ) ἡ сватовство Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μνηστύς]], ύος, ἡ, [ionic for [[μνηστεία]], Od.]
|mdlsjtxt=[[μνηστύς]], ύος, ἡ, [ionic for [[μνηστεία]], Od.]
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνηστύς Medium diacritics: μνηστύς Low diacritics: μνηστύς Capitals: ΜΝΗΣΤΥΣ
Transliteration A: mnēstýs Transliteration B: mnēstys Transliteration C: mnistys Beta Code: mnhstu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for μνηστεία, wooing, courting, asking in marriage, παύσεσθαι… μνηστύος ἀργαλέης Od.2.199; μή πως… καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ] 16.294.

German (Pape)

[Seite 196] ύος, ἡ, ion. = μνηστεία, das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
demande en mariage.
Étymologie: μνάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνηστύς: ύος (ῡ и ῠ) ἡ сватовство Hom.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ μνηστεία, μνήστευσις ζήτησις εἰς γάμον, παύσεσθαι... μνηστύος ἀργαλέης Ὀδ. Β. 199· μή πως καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστὺν [ῡ ἐν ἄρσει], Π. 294, Τ. 13.

English (Autenrieth)

υος: wooing, courting. (Od.)

Greek Monolingual

μνηστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. μνηστεία, αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. -μνησ-α αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τύς (πρβλ. δειπνηστύς)].

Greek Monotonic

μνηστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί μνηστεία, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

μνηστύς, ύος, ἡ, [ionic for μνηστεία, Od.]