μνηστύς: Difference between revisions
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mnistys | |Transliteration C=mnistys | ||
|Beta Code=mnhstu/s | |Beta Code=mnhstu/s | ||
|Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[μνηστεία]], [[wooing]], [[courting]], [[asking in marriage]], παύσεσθαι… μνηστύος ἀργαλέης | |Definition=ύος, ἡ, Ion. for [[μνηστεία]], [[wooing]], [[courting]], [[asking in marriage]], παύσεσθαι… μνηστύος ἀργαλέης Od.2.199; <b class="b3">μή πως… καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ]</b> 16.294. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνηστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[μνηστεία]], [[αρραβώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i> αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μνηστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> [[μνηστεία]], [[αρραβώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνησ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>μνησ</i>-<i>α</i> αόρ. του <i>μνῶμαι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. [[δειπνηστύς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for μνηστεία, wooing, courting, asking in marriage, παύσεσθαι… μνηστύος ἀργαλέης Od.2.199; μή πως… καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστύν [ῡ] 16.294.
German (Pape)
[Seite 196] ύος, ἡ, ion. = μνηστεία, das Freien, Werben um eine Frau, μὴ καταισχύνητε δαῖτα καὶ μνηστύν, Od. 16, 294 u. öfter. – [Υ ist Od. 16, 294. 19, 13 lang, aber in den dreisylbigen Casus kurz.]
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
demande en mariage.
Étymologie: μνάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μνηστύς: ύος (ῡ и ῠ) ἡ сватовство Hom.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ μνηστεία, μνήστευσις ζήτησις εἰς γάμον, παύσεσθαι... μνηστύος ἀργαλέης Ὀδ. Β. 199· μή πως καταισχύνητέ τε δαῖτα καὶ μνηστὺν [ῡ ἐν ἄρσει], Π. 294, Τ. 13.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
μνηστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. μνηστεία, αρραβώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τύς (πρβλ. δειπνηστύς)].
Greek Monotonic
μνηστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί μνηστεία, σε Ομήρ. Οδ.