κατανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katanistamai
|Transliteration C=katanistamai
|Beta Code=katani/stamai
|Beta Code=katani/stamai
|Definition=aor. [[κατανέστην]]: pf. [[κατανέστηκα]]:—[[rise up against]], <b class="b3">τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων</b>, <span class="bibl">Plb.1.46.10</span>, <span class="bibl">38.12.7</span>: abs., <span class="bibl">Id.38.13.1</span>; ἐπὶ τὴν συναγωγήν <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Nu.</span>16.3</span>.
|Definition=aor. κατανέστην: pf. [[κατανέστηκα]]:—[[rise up against]], <b class="b3">τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων</b>, Plb.1.46.10, 38.12.7: abs., Id.38.13.1; ἐπὶ τὴν συναγωγήν [[LXX]] ''Nu.''16.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανίσταμαι Medium diacritics: κατανίσταμαι Low diacritics: κατανίσταμαι Capitals: ΚΑΤΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: katanístamai Transliteration B: katanistamai Transliteration C: katanistamai Beta Code: katani/stamai

English (LSJ)

aor. κατανέστην: pf. κατανέστηκα:—rise up against, τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων, Plb.1.46.10, 38.12.7: abs., Id.38.13.1; ἐπὶ τὴν συναγωγήν LXX Nu.16.3.

German (Pape)

[Seite 1366] (s. ἵστημι), gegen Einen aufstehen, sich gegen ihn empören, Widerstand leisten; τῶν πολεμίων Pol. 1, 46, 10, κατανίστατο τῶν ἀρχόντων 38, 4, 7, öfter; auch LXX.

Russian (Dvoretsky)

κατανίσταμαι: (aor. κατανέστην, pf. κατανέστηκα) поднимать восстание, восставать (τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κατανίσταμαι: μέσ., ὁ ἀόρ. κατανέστην: πρκμ. κατανέστηκα·- ἀνίσταμαι κατά τινος, ἐξεγείρομαι ἐναντίον τινός, μετὰ γεν. τῶν ἀρχόντων Πολύβ. 38. 4, 7· καὶ ἀπολύτ., κατανίστατο (δηλ. τῆς γερουσίας) ὁ αὐτ. 1. 46, 10· ἐπί τινα Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙϚ΄, 3), κατανέστη τῶν πολεμίων τῇ τόλμῃ, ἐνίκησεν, ὑπερέβαλεν, Πολύβ. 1. 46, 10.

Greek Monolingual

κατανίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι («κατανέστη τῶν πολεμίων», Πολ.).