κατανίσταμαι: Difference between revisions
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katanistamai | |Transliteration C=katanistamai | ||
|Beta Code=katani/stamai | |Beta Code=katani/stamai | ||
|Definition=aor. | |Definition=aor. κατανέστην: pf. [[κατανέστηκα]]:—[[rise up against]], <b class="b3">τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων</b>, Plb.1.46.10, 38.12.7: abs., Id.38.13.1; ἐπὶ τὴν συναγωγήν [[LXX]] ''Nu.''16.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. κατανέστην: pf. κατανέστηκα:—rise up against, τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων, Plb.1.46.10, 38.12.7: abs., Id.38.13.1; ἐπὶ τὴν συναγωγήν LXX Nu.16.3.
German (Pape)
[Seite 1366] (s. ἵστημι), gegen Einen aufstehen, sich gegen ihn empören, Widerstand leisten; τῶν πολεμίων Pol. 1, 46, 10, κατανίστατο τῶν ἀρχόντων 38, 4, 7, öfter; auch LXX.
Russian (Dvoretsky)
κατανίσταμαι: (aor. κατανέστην, pf. κατανέστηκα) поднимать восстание, восставать (τῶν πολεμίων, τῶν ἀρχόντων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
κατανίσταμαι: μέσ., ὁ ἀόρ. κατανέστην: πρκμ. κατανέστηκα·- ἀνίσταμαι κατά τινος, ἐξεγείρομαι ἐναντίον τινός, μετὰ γεν. τῶν ἀρχόντων Πολύβ. 38. 4, 7· καὶ ἀπολύτ., κατανίστατο (δηλ. τῆς γερουσίας) ὁ αὐτ. 1. 46, 10· ἐπί τινα Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙϚ΄, 3), κατανέστη τῶν πολεμίων τῇ τόλμῃ, ἐνίκησεν, ὑπερέβαλεν, Πολύβ. 1. 46, 10.
Greek Monolingual
κατανίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι («κατανέστη τῶν πολεμίων», Πολ.).