κλινόπους: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klinopous
|Transliteration C=klinopous
|Beta Code=klino/pous
|Beta Code=klino/pous
|Definition=ποδος, ὁ, pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feet of a bed</b>, <span class="bibl">Gp. 13.9.9</span>: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. [[θριγκός]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span>455.55</span>; <b class="b3">σφιγγῶν</b> ib.<span class="bibl">425.28</span> (pl.).</span>
|Definition=ποδος, ὁ, pl., [[feet of a bed]], Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[θριγκός]], ''EM''455.55; [[σφιγγῶν]] ib.425.28 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1454.png Seite 1454]] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1454.png Seite 1454]] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κλῑνόπους''': ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[θριγκός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, και κλινόποδο, το (AM [[κλινόπους]], -οδος, ὁ)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σημείο]] στο οποίο στηρίζεται [[κάτι]], το [[στήριγμα]] («[[κλινόπους]] τοίχου», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]]), [[πρβλ]]. [[γωνιόπους]], [[κεφαλόπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνόπους Medium diacritics: κλινόπους Low diacritics: κλινόπους Capitals: ΚΛΙΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: klinópous Transliteration B: klinopous Transliteration C: klinopous Beta Code: klino/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, pl., feet of a bed, Gp. 13.9.9: sg., generally, κ. τοίχου Hsch. s.v. θριγκός, EM455.55; σφιγγῶν ib.425.28 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1454] ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνόπους: ποδος, ὁ, ὁ ποὺς κλίνης, Γεωπ. 13. 9, 9· κ. τοίχου Ἡσύχ. ἐν λέξ. θριγκός.

Greek Monolingual

ο, και κλινόποδο, το (AM κλινόπους, -οδος, ὁ)
συν. στον πληθ. τα πόδια του κρεβατιού, τα στρίποδα
αρχ.
το σημείο στο οποίο στηρίζεται κάτι, το στήριγμακλινόπους τοίχου», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πους (< πούς), πρβλ. γωνιόπους, κεφαλόπους].