ἀμήνυτος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (LSJ1 replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aminytos | |Transliteration C=aminytos | ||
|Beta Code=a)mh/nutos | |Beta Code=a)mh/nutos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμήνυτον, [[not denounced]], Hld.8.13, cf. Theognost.''Can.''83. Adv. [[ἀμηνυτί]] = [[unannounced]], [[without warning]], Steph.''in Hp.''1.100 D., al., prob. in A.D.''Adv.''161.8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no indicado]], [[secreto]] τὰ ἀμήνυτα κρύφια ... φωτίζειν Hld.8.13.4, cf. Theognost.<i>Can</i>.p.83.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμήνῡτος''': -ον, ὁ μὴ μηνυθείς, τὰ ἀμήνυτα κρύφια καὶ ἀθέμιτα, Ἡλιόδ. 8. 13. Παρὰ Βυζαντ. ὑπάρχει ἐπίρρ. -υτί. | |lstext='''ἀμήνῡτος''': -ον, ὁ μὴ μηνυθείς, τὰ ἀμήνυτα κρύφια καὶ ἀθέμιτα, Ἡλιόδ. 8. 13. Παρὰ Βυζαντ. ὑπάρχει ἐπίρρ. -υτί. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμήνυτος]], -ον) [[μηνύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται [[ξαφνικά]], απροειδοποίητα, [[δίχως]] να γνωστοποιήσει την άφιξή του. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμήνυτος]], -ον) [[μηνύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται [[ξαφνικά]], απροειδοποίητα, [[δίχως]] να γνωστοποιήσει την άφιξή του. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμήνυτον, not denounced, Hld.8.13, cf. Theognost.Can.83. Adv. ἀμηνυτί = unannounced, without warning, Steph.in Hp.1.100 D., al., prob. in A.D.Adv.161.8.
Spanish (DGE)
-ον
no indicado, secreto τὰ ἀμήνυτα κρύφια ... φωτίζειν Hld.8.13.4, cf. Theognost.Can.p.83.5.
German (Pape)
[Seite 123] nicht angezeigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμήνῡτος: -ον, ὁ μὴ μηνυθείς, τὰ ἀμήνυτα κρύφια καὶ ἀθέμιτα, Ἡλιόδ. 8. 13. Παρὰ Βυζαντ. ὑπάρχει ἐπίρρ. -υτί.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμήνυτος, -ον) μηνύω
1. αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε
2. αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται ξαφνικά, απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσει την άφιξή του.