μεταλλακτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metallaktos
|Transliteration C=metallaktos
|Beta Code=metallakto/s
|Beta Code=metallakto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">changed, altered</b>, δαίμων <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 706</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">to be changed</b> or <b class="b2">altered</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>220</span>.</span>
|Definition=μεταλλακτόν,<br><span class="bld">A</span> [[changed]], [[altered]], δαίμων A.''Th.'' 706 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> to [[be changed]] or [[altered]], Pi.''Fr.''220.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[changé]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταλλάσσω]].
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[μεταλλάσσω]], <i>[[verändert]]</i>, Aesch. <i>Spt</i>. 688, Pind. fr. 241.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλακτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[изменившийся]], [[переменившийся]] ([[δαίμων]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[подлежащий изменению]] Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
|lstext='''μεταλλακτός''': -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />changé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μεταλλάσσω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεταλλακτός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> to be changed [[οὔτε]] τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. [[τῶν]] ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.
|sltr=[[μεταλλακτός]] to be changed [[οὔτε]] τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (''[[sc.]]'' τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλακτός:''' -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μεταλλακτός:''' -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταλλακτός:'''<br /><b class="num">1)</b> изменившийся, переменившийся ([[δαίμων]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> подлежащий изменению Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταλλακτός]], όν verb. adj.]<br />changed, altered, Aesch.
|mdlsjtxt=[[μεταλλακτός]], όν verb. adj.]<br />changed, altered, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλακτός Medium diacritics: μεταλλακτός Low diacritics: μεταλλακτός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: metallaktós Transliteration B: metallaktos Transliteration C: metallaktos Beta Code: metallakto/s

English (LSJ)

μεταλλακτόν,
A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.).
II to be changed or altered, Pi.Fr.220.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
changé.
Étymologie: adj. verb. de μεταλλάσσω.

German (Pape)

Adj. verb. zu μεταλλάσσω, verändert, Aesch. Spt. 688, Pind. fr. 241.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλακτός:
1 изменившийся, переменившийся (δαίμων Aesch.);
2 подлежащий изменению Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.

English (Slater)

μεταλλακτός to be changed οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεταλλακτός, -ή, -όν) μεταλλάσσω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν)
η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν της ύλης»)
αρχ.
1. μεταβεβλημένος
2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον.

Greek Monotonic

μεταλλακτός: -όν, ρημ. επίθ., αλλαγμένος, τροποποιημένος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μεταλλακτός, όν verb. adj.]
changed, altered, Aesch.