καταζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katazonnymi
|Transliteration C=katazonnymi
|Beta Code=katazw/nnumi
|Beta Code=katazw/nnumi
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gird fast</b>:—Med., <b class="b2">gird for oneself</b>, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>698</span>; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pyrrh.</span>27</span>:— Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι <span class="bibl">D.H.2.70</span>.</span>
|Definition=[[gird fast]]:—Med., [[gird for oneself]], δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.''Ba.''698; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.''Pyrrh.''27:—Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ζώννυμι]]), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ζώννυμι]]), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
}}
{{bailly
|btext=[[ceindre]], [[entourer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζώννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ζώννυμι, meestal med. omgorden:. δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο zij omgordden hun dierenvellen met slangen Eur. Ba. 698.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταζώννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ζώνω]] [[σφιχτά]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταζώννυμαι</i><br />ζώνομαι από [[πάνω]] ώς [[κάτω]] [[σφιχτά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταζώννῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ζώσω</i>, [[δένω]] [[σφιχτά]], [[ζώνω]] [[σφιχτά]], [[σφίγγω]] γερά — Μέσ., ζώνομαι, σε Ευρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταζώννῡμι''': καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.
|lstext='''καταζώννῡμι''': καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ceindre, entourer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζώννυμι]].
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -ζώσω<br />to [[gird]] [[fast]]; Mid. to [[gird]] for [[oneself]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζώννῡμι Medium diacritics: καταζώννυμι Low diacritics: καταζώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katazṓnnymi Transliteration B: katazōnnymi Transliteration C: katazonnymi Beta Code: katazw/nnumi

English (LSJ)

gird fast:—Med., gird for oneself, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba.698; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27:—Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.

French (Bailly abrégé)

ceindre, entourer.
Étymologie: κατά, ζώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ζώννυμι, meestal med. omgorden:. δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο zij omgordden hun dierenvellen met slangen Eur. Ba. 698.

Greek Monolingual

καταζώννυμι (Α)
1. ζώνω σφιχτά
2. μέσ. καταζώννυμαι
ζώνομαι από πάνω ώς κάτω σφιχτά.

Greek Monotonic

καταζώννῡμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, δένω σφιχτά, ζώνω σφιχτά, σφίγγω γερά — Μέσ., ζώνομαι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταζώννῡμι: καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζώσω
to gird fast; Mid. to gird for oneself, Eur.