ἀμφοδάρχης: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfodarchis | |Transliteration C=amfodarchis | ||
|Beta Code=a)mfoda/rxhs | |Beta Code=a)mfoda/rxhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφοδάρχου, ὁ, ([[ἄμφοδον]] II) [[officer commanding troops levied in a ward]], Ph.''Bel.''93.8: also a civil official, ''OGI''483.82 (Pergam.), Wilcken ''Chrest.''61 (i A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀναμφοδάρχης]] <i>PStras</i>.220.2 en <i>BL</i> 3.233<br />funcionario fiscal [[responsable de un distrito]], <i>BGU</i> 1179 (I a.C.), 2088.3 (I a.C.), <i>PGen</i>.4.10 (I a.C.), <i>PLond</i>.604B.153 (I a.C.), <i>POxy</i>.2756.1 (I a.C.), <i>PWarren</i> 2.16 (I a.C.), <i>OGI</i> 483.82 (Pérgamo II a.C.), <i>PSI</i> 1062.3 (II a.C.), <i>PStras</i>.l.c.<br /><b class="num">•</b>en tiempo de guerra con func. milit., Ph.<i>Bel</i>.93.8. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0145.png Seite 145]] ὁ, Vorsteher eines ὰμφοδος, Mathem. vett. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμφοδάρχης''': ὁ, [[ἐπιστάτης]] μιᾶς ἀμφόδου, Φίλ. Βελοπ. σ. 93. 8. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀμφοδάρχης]], ο (Α)<br />ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ [[ἄμφοδον]])<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμφοδον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχης</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]].<br /><b>(II)</b><br />ο <b>αρχ.</b><br />[[αξιωματούχος]] της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως [[καθήκον]] την [[επιθεώρηση]] των [[οδών]] ([[αμφόδων]]) και αργότερα τον έλεγχο της φορολογίας [[κατά]] συνοικίες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφοδάρχου, ὁ, (ἄμφοδον II) officer commanding troops levied in a ward, Ph.Bel.93.8: also a civil official, OGI483.82 (Pergam.), Wilcken Chrest.61 (i A.D.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀναμφοδάρχης PStras.220.2 en BL 3.233
funcionario fiscal responsable de un distrito, BGU 1179 (I a.C.), 2088.3 (I a.C.), PGen.4.10 (I a.C.), PLond.604B.153 (I a.C.), POxy.2756.1 (I a.C.), PWarren 2.16 (I a.C.), OGI 483.82 (Pérgamo II a.C.), PSI 1062.3 (II a.C.), PStras.l.c.
•en tiempo de guerra con func. milit., Ph.Bel.93.8.
German (Pape)
[Seite 145] ὁ, Vorsteher eines ὰμφοδος, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοδάρχης: ὁ, ἐπιστάτης μιᾶς ἀμφόδου, Φίλ. Βελοπ. σ. 93. 8.
Greek Monolingual
(I)
ἀμφοδάρχης, ο (Α)
ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + -αρχης < ἄρχω].
(II)
ο αρχ.
αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) και αργότερα τον έλεγχο της φορολογίας κατά συνοικίες.