τημελής: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timelis
|Transliteration C=timelis
|Beta Code=thmelh/s
|Beta Code=thmelh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">careful, heedful</b>, Hsch. Phot., Suid. Adv. -ῶς <span class="bibl">Max.Tyr.25.4</span>; poet. <b class="b3">-έως</b> Aglaras <span class="bibl">28</span>. (Origin uncertain: cf. [[ἀτημελής]].)</span>
|Definition=τημελές, [[careful]], [[heedful]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Phot., Suid. Adv. [[τημελῶς]] Max.Tyr.25.4; ''poet.'' -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. [[ἀτημελής]].)
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1108.png Seite 1108]] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''τημελής''': -ές, [[ἐπιμελής]], [[προσεκτικός]], Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] [[ἀβέβαιος]], πρβλ. [[ἀτημελής]]).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιμελής]], [[προσεχτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. <i>τημελῶ</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐπιμελής]], [[προσεχτικός]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό [[μέλω]] ἤ μέ τό τηρῶ (=[[φροντίζω]]) ἤ ἀκόμη μέ τό [[ταμίας]] ἤ μέ τό προθεματ. τη + [[μέλω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[τημέλεια]] (=[[φροντίδα]]), τημελῶ (=[[φροντίζω]]), [[ἀτημελής]], ἀτημελῶ. [[ἀτημέλητος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τημελής Medium diacritics: τημελής Low diacritics: τημελής Capitals: ΤΗΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēmelḗs Transliteration B: tēmelēs Transliteration C: timelis Beta Code: thmelh/s

English (LSJ)

τημελές, careful, heedful, Hsch. Phot., Suid. Adv. τημελῶς Max.Tyr.25.4; poet. -έως Aglaras 28. (Origin uncertain: cf. ἀτημελής.)

German (Pape)

[Seite 1108] ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τημελής: -ές, ἐπιμελής, προσεκτικός, Νικήτ. Χρον. 164D. - Ἐπίρρ. τημελῶς, ὁ γεωργὸς τημελῶς πρόσεισιν Μάξ. Τύρ. 25. 4. (Ἡ ἐτυμολογία ἀβέβαιος, πρβλ. ἀτημελής).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
επιμελής, προσεχτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ].

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιμελής, προσεχτικός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά εἶναι συγγενικό μέ τό μέλω ἤ μέ τό τηρῶ (=φροντίζω) ἤ ἀκόμη μέ τό ταμίας ἤ μέ τό προθεματ. τη + μέλω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τημέλεια (=φροντίδα), τημελῶ (=φροντίζω), ἀτημελής, ἀτημελῶ. ἀτημέλητος.