τριγωνικός: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trigonikos | |Transliteration C=trigonikos | ||
|Beta Code=trigwniko/s | |Beta Code=trigwniko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=τριγωνική, τριγωνικόν, [[triangular]], Ptol.''Tetr.''38, Iamb. ''in Nic.''p.58P.; [[πυραμίδες]], on triangular base, Nicom.''Ar.''2.14. Adv. [[τριγωνικῶς]] ''An.Ox.'' 3.195. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρῐγωνικός''': -ή, -όν, [[ὅμοιος]] τριγώνῳ, ἀποτελῶν τρίγωνον, Ἰάμβλ., Πτολ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀνέκδ. Ὀξων. τ. 3, σ. 195. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[τριγωνικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[τρίγωνον]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>χημ.</b> (σχετικά με τύπο υβριδίωσης [[κατά]] την [[περιγραφή]] τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν [[μέρος]] [[τρία]] τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό <i>s</i> και [[τρία]] τροχιακά <i>p</i><br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριγωνική [[πυραμίδα]]» — [[πυραμίδα]] που έχει ως [[βάση]] [[τρίγωνο]]<br />β) «τριγωνικό [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου δύο έδρες [[είναι]] τρίγωνα<br />γ) «τριγωνικό [[εμπόριο]]» — [[εμπόριο]] το οποίο διεξαγόταν [[κατά]] τον 17ο και [[κυρίως]] [[κατά]] τον 18ο αιώνα, [[ιδίως]] από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού<br />δ) «τριγωνικό [[σύστημα]]»<br /><b>(κρυσταλλ.)</b> το ρομβοεδρικό [[σύστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριγωνικώς]] / <i>τριγωνικῶς</i>, ΝΑ, και <i>τριγωνικά</i> Ν<br />με τριγωνικό τρόπο. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[dreieckig]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
τριγωνική, τριγωνικόν, triangular, Ptol.Tetr.38, Iamb. in Nic.p.58P.; πυραμίδες, on triangular base, Nicom.Ar.2.14. Adv. τριγωνικῶς An.Ox. 3.195.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγωνικός: -ή, -όν, ὅμοιος τριγώνῳ, ἀποτελῶν τρίγωνον, Ἰάμβλ., Πτολ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀνέκδ. Ὀξων. τ. 3, σ. 195.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τριγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ τρίγωνον
αυτός που έχει σχήμα τριγώνου
νεοελλ.
1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p
2. φρ. α) «τριγωνική πυραμίδα» — πυραμίδα που έχει ως βάση τρίγωνο
β) «τριγωνικό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου δύο έδρες είναι τρίγωνα
γ) «τριγωνικό εμπόριο» — εμπόριο το οποίο διεξαγόταν κατά τον 17ο και κυρίως κατά τον 18ο αιώνα, ιδίως από τους δουλεμπόρους τών αγγλικών και γαλλικών λιμένων του Ατλαντικού
δ) «τριγωνικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) το ρομβοεδρικό σύστημα.
επίρρ...
τριγωνικώς / τριγωνικῶς, ΝΑ, και τριγωνικά Ν
με τριγωνικό τρόπο.
German (Pape)
ή, όν, dreieckig, Sp.