ξιφοειδής: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksifoeidis
|Transliteration C=ksifoeidis
|Beta Code=cifoeidh/s
|Beta Code=cifoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sword-shaped]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.13.1</span>, <span class="bibl">Str.3.5</span>. <span class="bibl">10</span>; ὀστοῦν Gal.2.496; [[χόνδρος]] the [[ensiform]] cartilage, <span class="bibl">Id.<span class="title">UP</span>6.3</span>, al.</span>
|Definition=ξιφοειδές, [[sword-shaped]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 7.13.1, Str.3.5. 10; [[ὀστοῦν]] Gal.2.496; [[χόνδρος]] the [[ensiform]] [[cartilage]], Id.''UP''6.3, al.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοειδής Medium diacritics: ξιφοειδής Low diacritics: ξιφοειδής Capitals: ΞΙΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: xiphoeidḗs Transliteration B: xiphoeidēs Transliteration C: ksifoeidis Beta Code: cifoeidh/s

English (LSJ)

ξιφοειδές, sword-shaped, Thphr. HP 7.13.1, Str.3.5. 10; ὀστοῦν Gal.2.496; χόνδρος the ensiform cartilage, Id.UP6.3, al.

German (Pape)

[Seite 280] ές, schwertförmig, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοειδής: -ές, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα ξίφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 7. 13. 1.

Greek Monolingual

-ές (Α ξιφοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους
νεοελλ.
φρ. «ξιφοειδής απόφυση»
ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη του οστού του στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -ειδής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphoid].