ἔντριτος: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=entritos
|Transliteration C=entritos
|Beta Code=e)/ntritos
|Beta Code=e)/ntritos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of three strands]], [[threefold]], σπαρτίον <span class="bibl">LXX<span class="title">Ec.</span>4.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = Lat. [[sequester]], Gloss.</span>
|Definition=ἔντριτον,<br><span class="bld">A</span> [[of three strands]], [[threefold]], σπαρτίον [[LXX]] ''Ec.''4.12.<br><span class="bld">II</span> = Lat. [[sequester]], ''Glossaria''.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[triple]], [[trenzado de tres cabos]] τὸ σπαρτίον τὸ ἔ. οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται la cuerda de tres cabos no se romperá deprisa</i> [[LXX]] <i>Ec</i>.4.12, σχοινίον Chrys.M.61.755<br /><b class="num">•</b>fig. o alegór. ἡ ἔ. [[ἀγάπη]] ref. a Marta, María y Lázaro, Eust.Ant.<i>Laz</i>.16, cf. Euagr.Pont.<i>Schol.Ec</i>.31.1.<br /><b class="num">2</b> [[tercero]], <i>PPetaus</i> 117.21, cf. 12, 17 (II d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔντρῐτος''': -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, [[σπαρτίον]] ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).
|lstext='''ἔντρῐτος''': -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, [[σπαρτίον]] ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[triple]], [[trenzado de tres cabos]] τὸ σπαρτίον τὸ ἔ. οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται la cuerda de tres cabos no se romperá deprisa</i> [[LXX]] <i>Ec</i>.4.12, σχοινίον Chrys.M.61.755<br /><b class="num">•</b>fig. o alegór. ἡ ἔ. [[ἀγάπη]] ref. a Marta, María y Lázaro, Eust.Ant.<i>Laz</i>.16, cf. Euagr.Pont.<i>Schol.Ec</i>.31.1.<br /><b class="num">2</b> [[tercero]], <i>PPetaus</i> 117.21, cf. 12, 17 (II d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἔντριτος]], -ον)<br />(για [[σχοινί]]) <b>φρ.</b> «[[ἔντριτον]] [[λίνον]] ή [[σπαρτίον]] ή [[σχοινίον]]» — το [[σχοινί]] που κατασκευάζεται από [[τρία]] συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από [[τρεις]] κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεσιτεύει, ο [[μεσεγγυητής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἔντριτον]]<br />[[φεουδαλικός]] [[φόρος]] [[ίσος]] με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η [[εντριτεία]].
|mltxt=(AM [[ἔντριτος]], -ον)<br />(για [[σχοινί]]) <b>φρ.</b> «[[ἔντριτον]] [[λίνον]] ή [[σπαρτίον]] ή [[σχοινίον]]» — το [[σχοινί]] που κατασκευάζεται από [[τρία]] συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από [[τρεις]] κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεσιτεύει, ο [[μεσεγγυητής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἔντριτον]]<br />[[φεουδαλικός]] [[φόρος]] [[ίσος]] με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η [[εντριτεία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντρῐτος Medium diacritics: ἔντριτος Low diacritics: έντριτος Capitals: ΕΝΤΡΙΤΟΣ
Transliteration A: éntritos Transliteration B: entritos Transliteration C: entritos Beta Code: e)/ntritos

English (LSJ)

ἔντριτον,
A of three strands, threefold, σπαρτίον LXX Ec.4.12.
II = Lat. sequester, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ον
1 triple, trenzado de tres cabos τὸ σπαρτίον τὸ ἔ. οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται la cuerda de tres cabos no se romperá deprisa LXX Ec.4.12, σχοινίον Chrys.M.61.755
fig. o alegór. ἡ ἔ. ἀγάπη ref. a Marta, María y Lázaro, Eust.Ant.Laz.16, cf. Euagr.Pont.Schol.Ec.31.1.
2 tercero, PPetaus 117.21, cf. 12, 17 (II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔντρῐτος: -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, σπαρτίον ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).

Greek Monolingual

(AM ἔντριτος, -ον)
(για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» — το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο
μσν.
1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριτον
φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η εντριτεία.