ὀξυγώνιος: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksygonios | |Transliteration C=oksygonios | ||
|Beta Code=o)cugw/nios | |Beta Code=o)cugw/nios | ||
|Definition= | |Definition=ὀξυγώνιον, [[acute-angled]], Arist.''Top.''107a17, ''Cael.''307a2, Euc.1''Def.''21, Onos.10.16: neut. as [[substantive]], [[acute-angled body]], Epicur.''Ep.''2p.50U. (pl.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] spitzwinkelig; [[μάχαιρα]] ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; [[τρίγωνον]], Euclid. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξῠγώνιος:''' [[остроугольный]] ([[μάχαιρα]] Arst.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀξῠγώνιος''': -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀξυγώνιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οξεία]] [[γωνία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οξυγώνιο</i><br /><b>μαθημ.</b> [[τρίγωνο]] με όλες τις γωνίες του οξείες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σώμα]] με οξείες γωνίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γωνία]] ([[πρβλ]]. [[αμβλυγώνιος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀξυγώνιον, acute-angled, Arist.Top.107a17, Cael.307a2, Euc.1Def.21, Onos.10.16: neut. as substantive, acute-angled body, Epicur.Ep.2p.50U. (pl.).
German (Pape)
[Seite 352] spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠγώνιος: остроугольный (μάχαιρα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠγώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν γωνίαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 13, π. Οὐρ. 3. 8, 6, Εὐκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γωνία (πρβλ. αμβλυγώνιος].