μεταχείριος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metacheirios
|Transliteration C=metacheirios
|Beta Code=metaxei/rios
|Beta Code=metaxei/rios
|Definition=ον, pl. -ιοι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">in the hand</b>, Lat. <b class="b2">in manu</b>, i. e. <b class="b2">slaves</b>, <span class="title">CIG</span>3344 (Smyrna) = <span class="title">Epigr.Gr.</span>313, where Kaibel emends to <b class="b3">μετὰ χείρεσι</b>.</span>
|Definition=μεταχείριον, pl. -ιοι, [[in the hand]], Lat. [[in manu]], i.e. [[slave]]s, ''CIG''3344 (Smyrna) = ''Epigr.Gr.''313, where Kaibel emends to <b class="b3">μετὰ χείρεσι</b>.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0157.png Seite 157]] zwischen, unter den Händen befindlich, Nonn. par. 13, 40.
}}
{{ls
|lstext='''μεταχείριος''': -ον, ὁ εἰς χεῖρας, μ. [[ἔκδοτος]] Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, στίχ. 36· ἐπὶ δούλων, [[ὑποχείριος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3344. ΙΙ. ὁ ἄνω ἢ [[ὑπεράνω]] τῶν χειρῶν, χέων μ. [[ὕδωρ]] Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, στίχ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταχείριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή [[μεταξύ]] τών χεριών<br /><b>2.</b> ο [[πάνω]] στα χέρια («χέων μεταχείριον [[ὕδωρ]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[εξουσία]] κάποιου, [[υποχείριος]], [[δούλος]], [[σκλάβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[μετά]] χειρός</i> ([[πρβλ]]. [[καταχείριος]], [[υποχείριος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταχείριος Medium diacritics: μεταχείριος Low diacritics: μεταχείριος Capitals: ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΟΣ
Transliteration A: metacheírios Transliteration B: metacheirios Transliteration C: metacheirios Beta Code: metaxei/rios

English (LSJ)

μεταχείριον, pl. -ιοι, in the hand, Lat. in manu, i.e. slaves, CIG3344 (Smyrna) = Epigr.Gr.313, where Kaibel emends to μετὰ χείρεσι.

German (Pape)

[Seite 157] zwischen, unter den Händen befindlich, Nonn. par. 13, 40.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχείριος: -ον, ὁ εἰς χεῖρας, μ. ἔκδοτος Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, στίχ. 36· ἐπὶ δούλων, ὑποχείριος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344. ΙΙ. ὁ ἄνω ἢ ὑπεράνω τῶν χειρῶν, χέων μ. ὕδωρ Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, στίχ. 8.

Greek Monolingual

μεταχείριος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα χέρια ή μεταξύ τών χεριών
2. ο πάνω στα χέρια («χέων μεταχείριον ὕδωρ», Νόνν.)
3. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, υποχείριος, δούλος, σκλάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. μετά χειρός (πρβλ. καταχείριος, υποχείριος].