ἐρεθιστικός: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erethistikos | |Transliteration C=erethistikos | ||
|Beta Code=e)reqistiko/s | |Beta Code=e)reqistiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐρεθιστική, ἐρεθιστικόν, of or for [[irritation]], σημεῖον Hp.''Acut.''48: c. gen., [[provocative]], ὀρέξεως Diph.Siph. ap. Ath.3.120e. Adv. [[ἐρεθιστικῶς]] Sch.Il.16.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρεθιστικός''': ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, [[σημεῖον]] ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, [[διεγερτικός]], | |lstext='''ἐρεθιστικός''': ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, [[σημεῖον]] ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, [[διεγερτικός]], μετὰ γεν., ἐρεθιστικὰ ὀρέξεως Δίφ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε. Ἐπίρρ. -κῶς. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 36. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρεθιστικός]], -ή, -όν) [[ερεθίζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, [[διεγερτικός]], [[παροξυντικός]], [[προκλητικός]] (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερεθιστικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἐρεθιστικῶς)<br />με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐρεθιστικός]], -ή, -όν) [[ερεθίζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, [[διεγερτικός]], [[παροξυντικός]], [[προκλητικός]] (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ερεθιστικώς</i> και -<i>ά</i> (AM ἐρεθιστικῶς)<br />με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐρεθιστική, ἐρεθιστικόν, of or for irritation, σημεῖον Hp.Acut.48: c. gen., provocative, ὀρέξεως Diph.Siph. ap. Ath.3.120e. Adv. ἐρεθιστικῶς Sch.Il.16.36.
German (Pape)
[Seite 1023] anreizend, τινός, z. B. ὀρέξεως Diphil. Ath. III, 120 e; Eust. – Adv., Schol. Il. 16, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεθιστικός: ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, σημεῖον ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, διεγερτικός, μετὰ γεν., ἐρεθιστικὰ ὀρέξεως Δίφ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε. Ἐπίρρ. -κῶς. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 36.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐρεθιστικός, -ή, -όν) ερεθίζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, παροξυντικός, προκλητικός (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»).
επίρρ...
ερεθιστικώς και -ά (AM ἐρεθιστικῶς)
με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό.